H κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική
Μοναδική αισθητική. Πλαστικότητα. Απλότητα. Μέτρο. «Εξ ενστίκτου» (χωρίς σχέδιο) πολεοδομία. Λαϊκή αρχιτεκτονική που υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες, ενώ ταυτόχρονα παράγει αριστουργήματα, αναγνωρισμένα διεθνώς από τον ίδιο τον Λε Κορμπυζιέ που επισκέφθηκε τις Κυκλάδες το 1939 και τους άλλους εκπροσώπους της αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού.
Οι οικισμοί των Κυκλάδων, κτισμένοι με γνώμονα την προστασία από τους ισχυρούς ανέμους, το κρύο και τη ζέστη, τα ακραία φυσικά φαινόμενα, την αξιοποίηση του περιορισμένου χώρου, δεν αντιπαλεύουν με τη φύση, δεν επιζητούν τον θαυμασμό και την επιβράβευση –άλλο αν τα κερδίζουν αιώνες τώρα. Οι υψηλής αισθητικής δημιουργίες του απλού ανθρώπου, του τεχνίτη με τις περιορισμένες γνώσεις αλλά και το ισχυρό ένστικτο και την αγάπη για τον τόπο του, εντάσσονται απόλυτα στον περιβάλλοντα χώρο, εκμεταλλεύονται τις κλίσεις και τις ιδιομορφίες του εδάφους, «συνομιλούν» με το τοπίο σε μια γλώσσα διαχρονική.
Οι Κυκλαδίτικοι οικισμοί με τα σπίτια, τις πλατείες, τα σχολεία, τα γεφύρια, τις εκκλησίες τους, δεν είναι ομοιογενείς. Παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και διαφοροποιήσεις που έχουν σχέση με την ιστορία του κάθε νησιού, τη φύση του, τα διαθέσιμα υλικά (πέτρα, ξύλο κ.α.), τη διαμόρφωση του εδάφους, το νερό, τον πλούτο του υπεδάφους, το πόσο δραστήριοι και ικανοί ήταν οι κάτοικοι που συχνά έκτιζαν οι ίδιοι τα σπίτια όπου κατοικούσαν. Η θάλασσα του Αιγαίου με τους κινδύνους που γεννούσε, αλλά και τους υδάτινους δρόμους επικοινωνίας που προσέφερε ανά τους αιώνες, ήταν ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ τους και με τις γειτονικές ηπειρωτικές περιοχές. Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία των νησιών ακολούθησε τους ιστορικούς κύκλους. Υπηρέτησε τις ανθρώπινες ανάγκες και καθορίστηκε από τους εκάστοτε κατακτητές, ή τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι των νησιών από τις επιδρομές.
Τόσο ίδια, τόσο διαφορετικά… Εκπληκτοι μένουν όσοι επισκέπτονται τα νησιά των Κυκλάδων για να ανακαλύψουν ότι το κάθε ένα έχει τη μοναδικότητά του, διατηρώντας τη θέση του μέσα στον περίφημο «κύκλο» (Κυκλάδες –νησιά με κυκλική διάταξη γύρω από το κέντρο, τη Δήλο). Θαυμάζει τα υπόσκαφα της Σαντορίνης, αλλά και τους πύργους της Νάξου. Τις κεραμοσκεπείς Χώρες της Κέας και της Κύθνου, αλλά και τους παραδοσιακούς κυκλαδίτικους οικισμούς της Τήνου με τις μαρμάρινες κρήνες και τους περιστεριώνες. Την Ερμούπολη της Σύρου με τα νεοκλασικά μέγαρα των Βαποριών και την κυβόσχημη Χώρα της Μυκόνου. Τα «σύρματα» (σπιτάκια για της βάρκες) της Μήλου, αλλά και τα βιομηχανικά μνημεία της Σερίφου και της Μήλου που άφησαν πίσως τους οι εξορύξεις.
Η εξέλιξη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Οι πρώτοι οικισμοί στις Κυκλάδες ήταν παραθαλάσσιοι. Κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο τους διαδέχθηκαν άλλοι, οχυρωμένοι. Ο κύκλος επαναλήφθηκε όταν οι πειρατικές επιδρομές έκαναν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τους οικισμούς των παραλίων και να δημιουργήσουν άλλους που οχυρώθηκαν την περίοδο της Ενετοκρατίας. Κάποιοι από αυτούς κτίστηκαν γύρω από ένα κάστρο, με τα σπίτια τους να δημιουργούν ουσιαστικά ένα δεύτερο τείχος (χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Χώρα της Αστυπάλαιας και της Αμοργού,). Σε άλλους, πάλι, η έλλειψη χώρου οδήγησε στο κτίσιμο διώροφων συνήθως σπιτιών με στενό μέτωπο και μικρά ανοίγματα τα οποία όντας δίπλα δίπλα αποτελούσαν το οχυρωματικό τείχος του οικισμού (βλ. το Κάστρο της Σίφνου, τη Χώρα της Σερίφου, την Ανω Σύρο).
Οικισμοί. Οι δρόμοι ήταν στενοί –από ένα έως δυόμιση μέτρα πλάτος- πλακοστρωμένοι ασβεστωμένοι για λόγους καθαριότητας, με σκαλιά. Οι άνθρωποι φρόντιζαν να «σπάνε» τις γωνίες των κτιρίων στις κλειστές στροφές, για να επιτρέπουν το πέρασμα των φορτωμένων με προμήθειες και υλικά μουλαριών και γαϊδουριών. Παράλληλα, από τον 13ο αι. και μετά οι γαιοκτήμονες και οι ευγενείς έκτισαν πυργόσπιτα στην ύπαιθρο, καθώς και περιστεριώνες αφού η εκτροφή περιστεριών αποτελούσε προνόμιο της αριστοκρατίας.
Τους τρεις τελευταίους αιώνες αναπτύχθηκε ο τύπος των απλών αγροτικών σπιτιών τα οποία εξελίχθηκαν σε σημαντικές αρχιτεκτονικές οντότητες –αγροτικά συγκροτήματα και ακολούθως οικισμούς που εναρμονίζονταν απόλυτα με το περιβάλλον. Τα κύρια υλικά τους ήταν η πέτρα, το πατημένο χώμα και το ξύλο στις σκεπές. Σύντομα οι ανάγκες των εποχών οδήγησαν στο κτίσιμο στάβλων, αποθηκών, ανεμόμυλων και νερόμυλων, αλωνιών
Με το πέρασμα στον 19ο αιώνα η αρχιτεκτονική και πάλι εξέφρασε τις κυρίαρχες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και τάσεις. Η άνθιση της ναυτιλίας και του εμπορίου, οι επαφές με τις χώρες του εξωτερικού, η μετανάστευση επέτρεψαν στους δυτικότροπους ανέμους να φυσήξουν στα νησιά. Τα αρχοντικά και τα καπετανόσπιτα με τα νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά χαρακτηριστικά είναι η κληρονομιά εκείνης της περιόδου.
Ενα ακόμη γνώρισμα των οικισμών στα νησιά των Κυκλάδων είναι η διασύνδεση των σπιτιών μεταξύ τους, αλλά και με τον δημόσιο χώρο, (στεγάδια, πλατώματα, περάσματα, σκαλιά, εσοχές), αφού ο ένας εισχωρεί μέσα στον άλλο, τον αφομοιώνει και τον εξελίσσει.
Δωδεκανησιακή Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα έχει ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές με αυτή των άλλων νησιών του Αιγαίου. Το μονόχωρο σπίτι είναι και εδώ το κοινό στοιχείο. Ωστόσο, η ιστορική τους πορεία και η γεωγραφική θέση των νησιών πολύ κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας, την Κύπρο, την Κρήτη, διαμόρφωσαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία ενισχύθηκαν από το γεγονός ότι τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1948, μετά από τρεις δεκαετίες ιταλικής κατοχής.Οι ομοιότητες με τις Κυκλάδες είναι πιο εμφανείς, όπως είναι φυσικό, στα νησιά που γειτνιάζουν με αυτές, όπως η Αστυπάλαια. Τα μικρά άγονα νησιά στηρίζονταν στη ναυτιλία και το εμπόριο αλλά στα νεότερα χρόνια οι τοπικές οικονομίες εξειδικεύτηκαν. Ετσι η Κάλυμνος και η Χάλκη ανέπτυξαν τη σπογγαλιεία, η Κάσος, η Σύμη και η Πάτμος τη ναυτιλία. Στα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Ρόδος και η Κως, οι οικισμοί παρουσιάζουν μεγαλύτερη πολυμορφία, αντικατοπτρίζοντας τον σύνθετο ρόλο που διαδραμάτισαν στη διάρκεια της ιστορίας. Προσέλκυσαν διάφορους κατακτητές κάθε ένας από τους οποίους έκανε σημαντικές παρεμβάσεις. Ετσι, οι ξένες επιρροές είτε αφομοιώθηκαν με το τοπικό στοιχείο (π.χ. οι οθωμανικές), είτε ξένα πρότυπα μεταφέρθηκαν αυτούσια (αρχιτεκτονική των Ενετών, αποικιακή αρχιτεκτονική της Ιταλοκρατίας μεταξύ 1912-1943).
Η Ρόδος από το 14ο έως το 16ο αιώνα υπήρξε έδρα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη και η περίοδος αυτή άφησε ως πολύτιμη κληρονομιά στο νησί τα μεγαλειώδη μνημεία της Παλιάς Πόλης. Τα μουσουλμανικά τεμένη διατηρούνται επίσης μέχρι σήμερα και εντυπωσιάζουν –κάτι που συμβαίνει και στην Κω. Η Ενετοκρατία άφησε ανεξίτηλα ίχνη στα Δωδεκάνησα. Οι παλαιότεροι οικισμοί, όπως το Παλαιό Πυλί στην Κω, η Ανω Πόλη στη Σύμη, το Χωριό στην Κάλυμνο, η Ολυμπος της Καρπάθου κτίστηκαν στο εσωτερικό των νησιών για να γλιτώσουν από τις πειρατικές επιδρομές. Την περίοδο της ενετοκρατίας πήραν τη μορφή κάστρου το τείχος του οποίου σχημάτιζαν οι τοίχοι των ακριανών σπιτιών.
Από το τέλος του 18ου αιώνα ο νεοκλασικισμός, διαδεδομένος ήδη στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επηρέασε σημαντικά την αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα. Η οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα οδήγησε στην αύξηση του πληθυσμού και στην επέκταση των οικισμών εκτός του αρχικού τους πυρήνα. Τότε απέκτησαν αστικό χαρακτήρα και δόθηκε έμφαση στους δημόσιους ανοιχτούς χώρους. Ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους και την πυκνότητα του πολεοδομικού ιστού, τα κτίρια είχαν στενό (Καστελόριζο), ή πλατύ μέτωπο (Χάλκη). Αργότερα στα νησιά αυτά αλλά και στη Σύμη, κυριάρχησαν τα δίδυμα στενομέτωπα σπίτια με ενιαία στέγη ή ξεχωριστές. Στη μπροστινή γραμμή των παράλιων οικισμών κτίστηκαν οι εντυπωσιακές κατοικίες των πλούσιων εμπόρων και των ναυτικών (τα καπετανόσπιτα).
Η ιταλική κατοχή (1912-1943) συνοδεύτηκε από ουσιαστικές παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον των νησιών, που εξυπηρετούσαν τους πολιτικούς στόχους των κατακτητών. Οι Ιταλοί αναδιαμόρφωσαν τα ιστορικά κέντρα, έκαναν αναστηλώσεις μνημείων της ιπποτοκρατίας και έφτιαξαν εντυπωσιακά δημόσια κτίρια. Mια μοναδική στο αρχιπέλαγος περίπτωση αποτελεί το Λακκί της Λέρου. Οι ναύαρχοι του Μουσολίνι έθεσαν την περιοχή στο επίκεντρο του σχεδιασμού τους και έτσι συντελέστηκε η μεγαλύτερη πολεοδομική επέμβαση Ιταλών στα Δωδεκάνησα, δημιουργώντας αρχικά ναύσταθμο και στη συνέχεια μια ολοκαίνουργια πόλη που την ονόμασαν Porto Lago.
Το παραδοσιακό σπίτι. Ο πιο παλιός τύπος κατοικίας στα Δωδεκάνησα είναι το μονόχωρο κτίριο με τον ένα όροφο. Ενα ξύλινο υπερυψωμένο πατάρι (κρέβατος, πάταρος, σοφάς) χρησιμοποιείται για τον ύπνο, ενώ υπάρχει μαγειρείο, τζάκι με παραστιά και χώρος διημέρευσης. Ως παραλλαγή του τύπου αυτού είναι τα κτίρια σε σχήμα Γ με προσθήκη βοηθητικού χώρου, τον οποίο στην Κάρπαθο και την Κάσο τον χρησιμοποιούσαν ως μαγειρείο. Εξέλιξη του βασικού μοντέλου είναι το διώροφο σπίτι. Στον όροφο υπάρχει η σάλα και σε μερικά νησιά, όπως η Νίσυρος και η Πάτμος, μια μεγάλη βεράντα, η πάνω αυλή, που άλλοτε ήταν εσωτερικό αίθριο και άλλοτε βρισκόταν στην πρόσοψη του κτιρίου. Το ισόγειο το χρησιμοποιούσε η οικογένεια για τη διημέρευσή της. Τα κτίρια ήταν φτιαγμένα από πέτρα και τα δοκάρια από κυπαρίσσι ή πεύκο. Τα κενά ανάμεσα στα δοκάρια καλύπτονταν από βέργες ή καλάμια. Από πάνω έμπαιναν στρώσεις από βούρλα, καλάμια και φύκια. Το δώμα στεγανοποιούσε η τελική στρώση από συνεκτικό αργιλώδες χώμα (πατελιά) που την ανανέωναν κάθε Σεπτέμβριο.