Ο βασικός τύπος κατοικίας στην Κάλυμνο είναι το μονόχωρο ή μονόσπιτο, η λεγόμενη «κατζιά», που μαζί με το διευρυμένο τύπο του, το ανωγοκάτωγο, κτίζονταν ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Το μονόχωρο σπίτι αποτελείται βασικά από ένα χώρο παραλληλόγραμμου σχήματος, με την κύρια όψη συνήθως στη μακρά πλευρά. Εσωτερικά περιλαμβάνει τον υπερυψωμένο ξύλινο κρέββατο στη μία στενή πλευρά με αποθηκευτικό χώρο στο κάτω μέρος του και την πυροστιά στην άλλη, για την παρασκευή του φαγητού και τη θέρμανση του σπιτιού. Τον εξοπλισμό του χώρου συμπληρώνουν ντουλάπια, πιατοθήκες, ράφια, κρεμάστρες για τα ρούχα και τραπέζι. Το ανωγοκάτωγο σπίτι συναντάται σε περιοχές με έντονη εδαφική κλίση. Αποτελείται από το κατώι χαμηλά με τους δευτερεύοντες χώρους (κουζίνα, αποθήκη, στέρνα) και τον επάνω χώρο, το ανώι, προορισμένο για την κύρια κατοικία.
Το χρώμα παίζει πρωταρχικό ρόλο στη ζωή των Καλύμνιων και στη διαμόρφωση του χώρου στον οποίο ζουν. Με αυτό αντικατοπτρίζονται στο χώρο τα συναισθήματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας τους. Παλαιότερα τα σπίτια βάφονταν γαλάζια, άσπρα ή με γήινα χρώματα. Σήμερα χρησιμοποιείται μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, των οποίων οι συνδυασμοί είναι αρκετά τολμηροί. Οι νοικοκυραίοι βάφουν και τον γύρω δημόσιο χώρο, σαν να ήταν μέρος του σπιτιού τους. Αν και δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός, συμφωνία στα χρώματα ή τον τρόπο βαψίματος, το γενικό αποτέλεσμα είναι αρμονικότατο και δίνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην Κάλυμνο. Το βάψιμο γίνεται σχεδόν κάθε εβδομάδα, κυρίως των χαμηλών κοινόχρηστων χώρων, που λερώνονται εύκολα. Το χρώμα είναι η εντονότερη και συνεχής επέμβαση στα σπίτια, πλούσια ή φτωχά, συμβάλλει δε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και κάνει ακόμα πιο ασαφή τα όρια του ιδιωτικού και κοινόχρηστου χώρου -κυρίως στα λαϊκά σπίτια.
Η Κάλυμνος ανθίζει οικονομικά στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, οπότε αρχίζει και η συσσώρευση πλούτου, με τη μορφή προϊόντων ή χρημάτων. Ενα μέρος της συσσώρευσης των χρημάτων και των εισαγομένων σημαντικών κεφαλαίων από τις ελληνικές παροικίες επενδύθηκε στα σπίτια. Ετσι κτίστηκαν αρχοντικά που ξεχώρισαν χάρη στη μεγαλοπρέπειά τους από τα λαϊκά σπίτια. Χρησιμοποιήθηκαν τα καλύτερα και το ανθεκτικότερα υλικά, οι καλύτεροι τεχνίτες και κάθε τι γενικά, που καταξίωνε κοινωνικά τους ιδιοκτήτες τους.
Παράλληλα εμφανίστηκαν τα πρώτα νεοκλασικά που, στην πλειοψηφία τους, έχουν και λαϊκά στοιχεία. Εδώ κυριαρχεί η μεγαλύτερη κατανομή των χώρων και η ενίσχυση της ιδιωτικότητας που συμβαδίζει με την καλύτερη κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη. Πολλές φορές εξυπηρετούνταν ταυτόχρονα και οικονομικές δραστηριότητες. Ετσι συνυπήρχε με την κατοικία η αποθήκη, το εμπορικό και, όχι σπάνια, το εργαστήρι του βιοτέχνη. Στις λαϊκές περιοχές αναπτύχθηκε μια «νεοκλασικίζουσα» αρχιτεκτονική, με ένα κράμα κυρίως λαϊκών στοιχείων και λιγότερων νεοκλασικών.
Στη Χώρα και κυρίως στην Πόθια συναντά κανείς μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών σπιτιών, από απλά ισόγεια με ένα ή περισσότερα δωμάτια έως εντυπωσιακά διώροφα και τριώροφα με έντονα τα στοιχεία του νεοκλασικού ρυθμού, που άκμασε στο νησί κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα περισσότερα παραδοσιακά σπίτια υπάρχουν στις συνοικίες του Αγίου Θεολόγου, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Μάμμα, της Υπαπαντής, της Ευαγγελίστριας και στις Πατήθριες. Τα μεγάλα διώροφα και τριώροφα σπίτια με τα περίτεχνα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, ανήκαν κυρίως σε εύπορους καπεταναίους και εμπόρους του νησιού.