Archaeology Aegean

Η αιγαιακή προϊστορία, με έμφαση στην Εποχή του Χαλκού, και κυρίως, στη 2η χιλιετία π.Χ., αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερευνητικό και γνωστικό αντικείμενο. Tα νησιά του Αιγαίου μας προσφέρουν αρχαιολογικά δεδομένα, που εμπλουτίζουν την παγκόσμια γνώση για το παρελθόν. Οι ερευνητές των νησιών καλούνται να τα μελετήσουν και να τα κατανοήσουν όμοια με τα υπόλοιπα περιβάλλοντα, όχι γιατί αποτελούν ξεχωριστούς τόπους, που θα οδηγήσουν συνεπαγωγικά σε ιδιαίτερες αναλύσεις για την πολιτισμική εξέλιξη και την κοινωνική διαδικασία, αλλά γιατί αποτελούν τόπους ενός ευρύτερου οικοσυστήματος, το οποίο καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε.

Η νησιωτική αρχαιολογία

Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να μελετηθούν αυτά τα περιβάλλοντα, που είχαν θεωρηθεί περιθωριακά όχι μόνο εξαιτίας των μεγαλοποιημένων συνθηκών απομόνωσής τους, αλλά και γιατί κανείς δεν ασχολούνταν ουσιαστικά με αυτά. Ο προβληματισμός γύρω από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους στα νησιά του Αιγαίου και οι βιολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες που ακολουθούν – αποτελούν τα κύρια ζητήματα της νησιωτικής – αιγαιακής αρχαιολογία.

Στο έργο «Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ.» (1972, Renfrew Colin) ο Ρένφριου δίνει έμφαση στις οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες που έλαβαν χώρα στα νησιά. Αναλύοντας τα συστήματα πληθυσμού, επιβίωσης, μεταλλουργίας, τεχνολογίας, κοινωνικής οργάνωσης και εμπορίου, αλλά και τα γνωστικά συστήματα της περιόδου, ερμηνεύει την εμφάνιση της πολυπλοκότητας του πολιτισμού και συμπεραίνει ότι τα αναδυόμενα γνωρίσματα του πρώτου αιγαιακού πολιτισμού μπορούν να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό ως ενδογενή – δηλαδή ως προϊόντα διεργασιών που συνέβαιναν εντός της περιοχής του Αιγαίου – και όχι τόσο ως εξωγενή ( επιδράσεις που προέρχονται από την Ανατολή). Η Εργασία του Προγράμματος της νήσου Μήλου ( που εκδόθηκε με τίτλο «Μια νησιώτικη Πολιτεία» C. Renfrew & M. Wagstaff , 1982 ) έδειξε ότι ενώ τα νησιά είναι εξαιρετικά εργαστήρια για τη μελέτη κοινωνικών αλλαγών κατά την προϊστορία, δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα αλλά ως μέρη ευρύτερων πολιτικών και οικονομικών συστημάτων.

Αρχαιολογικά ευρήματα

Το Αιγαίο, πράγματι, αποτελεί ένα μοναδικό νησιωτικό πολιτισμικό σύστημα που αναδύθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο, ένας χώρος στον οποίο τέμνονται η Ευρωπαϊκή η Ασιατική και Αφρικανική βιο-γεωγραφική ιστορία και εξέλιξη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που κατά καιρούς βγαίνουν στο φως είναι εντυπωσιακά. Δεκάδες είναι οι νεολιθικές οι προϊστορικές και ιστορικών περιόδων αρχαιολογικές θέσεις. Αρχαίες αγροικίες, μάντρες, δρόμοι, οικισμοί, νεκροπόλεις, ιερά, λατομεία, συστήματα ύδρευσης πόλεις-κράτη. Τα τοπία των νησιών κρύβουν μέσα τους αρχαιολογικούς θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας. Βουνίσια περικυκλωμένα από αέρα ακρωτήρια με άγνωστους νεολιθικούς οικισμούς. Ελληνορωμαϊκοί οικισμοί κολλημένοι στις πλαγιές. Ο αυξανόμενος αριθμός των νέων δεδομένων και πληροφοριών, που έρχονται στο φως από τις έρευνες των τελευταίων είκοσι περίπου χρόνων στο νησιωτικό Αιγαίο, άλλαξε την προηγούμενη εικόνα τού «…γενικά φτωχού υλικού».

Οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι το Αιγαίο κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. είχε «διεθνή χαρακτήρα» και ότι κατά την ίδια περίοδο εμφανίζεται μια «κοινή φάση» (Renfrew Colin). Κατά τη διάρκειά της το Αρχιπέλαγος με οικισμούς από τα Δαρδανέλλια έως τις Κυκλάδες και από τη Σκύρο έως τη Σμύρνη «ενοποιείται πολιτισμικά με τις διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους οικισμούς της Μικράς Ασίας και των νησιών του ΒΑ Αιγαίου» (Χρήστος Ντούμας).

Ο ρόλος των Κυκλάδων

Οι Κυκλάδες λειτούργησαν ως γέφυρα επικοινωνίας του βόρειου Αιγαίου και της Μικράς Ασίας με την κεντρική και τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι γεγονός ότι οι Κυκλάδες συνιστούν το μεγαλύτερο σύμπλεγμα στο Αιγαίο. Πρόκειται για ένα σύνθετο και ιδιόμορφο σύνολο, με πλούσια ορυκτά υλικά, δαντελωτές ακτές και φιλόξενους όρμους. Τα νησιά είναι διασκορπισμένα σε μια θαλάσσια έκταση 8.000 τ. χλμ. περίπου. Η θάλασσα προσφέρει μία σχετικά ήπια πλεύση, ιδιαίτερα κατά τους μήνες Απρίλιο έως Οκτώβριο. Ένα ακόμα προτέρημα, που διευκολύνει τη ναυτιλία στην αιγαιακή λεκάνη, είναι η άμεση οπτική επαφή με κάποια ακτή , είτε πρόκειται για άλλο νησί, είτε για κάποια παραθαλάσσια, χερσαία περιοχή. Ανθρώπινη παρουσία μαρτυρείται στις Κυκλάδες ήδη από την 7η χιλιετία π.Χ. Ωστόσο μόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στα νησιά, βεβαιώνεται μόνον κατά την Ύστερη Νεολιθική Περίοδο (περ. 5000 π.Χ.) στην Άνδρο, τη Νάξο, την Αντίπαρο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη και αλλού. Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων αυξάνεται αισθητά στο νότιο Αιγαίο. Βέβαια οι επισκέψεις στη Μήλο για την προμήθεια οψιανού είχαν ήδη ξεκινήσει από την Ανώτερη Παλαιολιθική και συνεχίστηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της Νεολιθικής .Η Μέση και Νεότερη Νεολιθική εντοπίζεται σε πολλές θέσεις του Αιγαίου, που φαίνεται ότι αποκτούν μεγαλύτερη σημασία λόγω της γεωγραφικής τους θέσης στις θαλάσσιες επικοινωνίες.

Νεολιθική τοπογραφία του Αιγαίου

Είναι πολύ πλούσια σε εγκαταστάσεις. Τέτοιες θέσεις σε λόφους ή ακρωτήρια είναι πολύ συχνές στο νεολιθικό Αιγαίο (πρβλ. Σάλιαγκος, Φτελιά, Στρόφιλας, Κε­φάλα, Γκρόττα, ακόμα και ο προνεολιθικός Μαρουλάς) (Broodbank 2000, 86-87). Η εμφάνιση των νέων αυτών οικισμών, που ας σημειωθεί βρίσκονται σε περιφερειακές αγροτικές ζώνες (λόφους ή ακτές), μαρτυρεί εντατικοποίηση της παραγωγής και συνεπάγεται αλλαγές στην κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο. Παρότι τα το­πογραφικά χαρακτηριστικά ποικίλλουν, κυρίως ως προς την έκταση, το υψόμετρο και την από­σταση από τη θάλασσα, ωστόσο διαμορφώνουν μια συνισταμένη που δείχνει την κοινή προτίμη­ση των νεολιθικού πληθυσμού προς ένα περι­βάλλον που προσφέρει εκτός από επάρκεια πα­ραγωγικών πηγών, αμεσότητα με τη θάλασσα, ασφάλεια και θέα.Έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια μαζί με δύο ανασκαφές σε σπήλαια της Ρόδου και δύο ανασκαφές σε ανοιχτές θέσεις πρόσθεσαν ένα πλούτο προϊστορικού υλικού στο ήδη γνωστό και τοποθέτησαν τη μελέτη της προϊστορίας της Δωδεκανήσου σε νέα πλαίσια. Μετά από μία συστηματική έρευνα μεταξύ των ετών 1976 και 1980 στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου και ανασκαφές σε τρεις θέσεις (Γυαλί, Λέρος και Αλιμνιά) παρουσιάζεται σήμερα μία αρκετά πυκνή κατοίκηση που έχει ομοιότητες με την Ανατολία και τη Νεότερη Νεολιθική του κεντρικού Αιγαίου (Σάμψων 1987).

Σημαντικά σπήλαια

Μια ιδιαίτερη θέση αποτελεί το Κούμελο στον Αρχάγγελο της Ρόδου. Το σπήλαιο βρίσκεται σε απόκρημνη θέση, όχι μακριά α­πό τη θάλασσα, αλλά σε περιοχή άγονη, χωρίς χώρο για καλλιέρ­γεια. Η ανασκαφή tou 1979 έφερε στο φως δάπεδα κατοίκησης που χρονολογούνται στις δύο τελευ­ταίες φάσεις της Νεώτερης Αιγαιακής Νεολιθικής 3, 4 (περ. 4200­ , 3800 π.Χ.). Οι εστίες και η κεραμι­κή που βρέθηκαν δείχνουν μια μάλλον περιστασιακή και όχι ε­ντατική χρήση. Σε μικρή απόστα­ση εντοπίστηκαν και άλλα σπή­λαια με νεολιθική κεραμική, κα­θώς και μια υπαίθρια θέση. Φαίνε­ται ότι η ευρύτερη περιοχή είχε κατοικηθεί από κτηνοτρόφους που προέρχονταν από κάποιο οι­κιστικό κέντρο στην πεδιάδα του Αρχαγγέλου, το οποίο δεν εντοπί­στηκε. Το σπήλαιο Άγιος Γεώργιος, κο­ντά στο χωριό Καλυθιές, απέχει 5 χλμ. από τη θάλασσα και βρίσκε­ται κοντά σε εύφορη, καλλιεργη­μένη περιοχή. Οι επιχώσεις στο σπήλαιο ήταν παχύτερες και η κα­τοίκηση εντονότερη. Τα στρώμα­τα απέδωσαν πλήθος κεραμικής και άλλων αντικειμένων (οστέινων εργαλείων) από την αρχή της Νε­ώτερης Αιγαιακής έως και τη φά­ση 3 (5300-3300 π.Χ.). Ραδιοχρο­νολογήσεις από το σπήλαιο έδω­σαν ηλικίες από 5600 έως 5300 π.Χ. για την παλαιότερη φάση Νε­ώτερης Αιγαιακής Νεολιθικής που θεωρείται σχεδόν σύγχρονη της Νεότερης Νεολιθικής Ι της η­πειρωτικής Ελλάδας. Στα βαθύτε­ρα στρώματα βρέθηκαν ελάχιστα γραπτά όστρακα με διακόσμηση ερυθρού σε λευκό, που ανήκουν σε μια προγενέστερη φάση κατοί­κησης, η οποία δεν έχει εντοπι­στεί σε άλλο σημείο στο νησί μέ­χρι σήμερα.

Συνολικά στη Ρόδο εντοπίστη­καν είκοσι θέσεις της Νεολιθικής. Συμπεραίνοντας καταλήγουμε ότι αν και η αρχαιολογική έρευνα στο νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα στο ΝΑ άκρο του Αιγαίου υπήρξε σχετικά περιορισμένη, αρκετές θέσεις της ΤΝ έχουν αναγνωριστεί με επιφανειακές ανιχνεύσεις ιδιαίτερα στη Ρόδο, καθώς και τρεις στη Σύμη και από μία στην Αστυπάλαια, την Κάλυμνο, την Τήλο, το Καστρί Αλιμνιάς και το Παρθένι της Λέρου. Μια σειρά θέσεων στο μικρονήσι Γυαλί μάλιστα έχουν ανασκαφεί συστηματικά. Σε γενικές γραμμές οι εγκαταστάσεις μοιάζουν με τις περισσότερες της Κρήτης:

Έχουν μικρή έκταση, αρκετές βρίσκονται στα παράλια και ορισμένες λίγο πιο μέσα στην ενδοχώρα. Έχουν ιδρυθεί σε λόφους ή απότομους βράχους που κυριαρχούν στο γύρω τοπίο, αλλά και σε χαμηλά ακρωτήρια και σε παράκτιες πεδιάδες.

Οικισμοί της Νεολιθικής περιόδου

Στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα εντοπίστηκαν ποικίλες θέσεις, μερικές από τις οποίες αξίζει να αναφέρουμε:

Στο τέλος της Μέσης και στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής, χρονολογείται ο οικισμός του Σάλιαγκου κοντά στην Πάρο. Εί­χε ορθογώνια οικήματα χτισμένα με αργολιθοδομή μάλλον σε όλο το ύψος της τοιχοδομίας τους, και ένα λιθόκτιστο περίβολο, ίσως, μάλιστα, διέθετε και κυ­κλικό προμαχώνα. Στον κεντρικό τομέα του οικισμού παρατηρούνται οικήματα με σύνθετες κατόψεις, που την ίδια περίοδο συναντούμε στην Κνωσό, στην Κεφάλα και στην οικία D του Εμπορειού στη Χίο. Σημαντικά είναι και τα οικιστικά λείψανα της Νεότερης Νεολιθικής στη Φτελιά της Μυκόνου, βρίσκεται στο μυχό του κόλπου του Πανόρμου και βόρεια της οδού που οδηγεί στο χωριό Ανω Μερά. Η θέση είναι ακριβώς προσανατολισμένη στο βορρά, το γεγονός όμως δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς νεολιθικές εγκαταστάσεις με παρόμοιο προσανατολισμό έχουν εντοπιστεί και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, όπως στην Κεφάλα Κέας, στο Σάλιαγκο της Αντιπάρου, στη Γκρόττα Νάξου, σε αρκετές θέσεις της Κύθνου και αλλού.

Από την αρχή της έρευνας άρχισαν να έρχονται στο φως κτηριακά λείψανα ενός μεγάλου προϊστορικού οικισμού. Ανεσκάφη το μεγαλύτερο μέρος ενός κτηρίου με τοίχους ύψ. 1.50 μ. που έχει το σχήμα του «μεγάρου», ενώ βρέθηκαν αψιδωτά κτήρια και δύο στρογγυλά κτίσματα με ύψος 1.80 μ. που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως σιτοβολώνες (granaries). Παρόμοια κτίρια είναι ασυνήθιστα στη νεολιθική περίοδο, η διατήρησή τους μάλιστα σε τέτοιο ύψος δεν έχει άλλο προηγούμενο στο Αιγαίο. Γεωμορφολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι η Φτελιά ήταν μία οικιστική εγκατάσταση, εκτάσεως 7-8 στρεμμάτων, που ήκμασε κατά τη Νεότερη Νεολιθική Ι και αποδεικνύεται σύγχρονη με τον γνωστό νεολιθικό οικισμό του Σάλιαγκου της Αντιπάρου. Μία σειρά από ραδιοχρονολογίες προσδιορίζουν την κατοίκηση στο χώρο από το 5100 μέχρι το 4500 περίπου π.Χ.

Τυπικό δείγμα νησιωτικού νεολιθικού οικισμού αποτελούν οι Κουκουναριές της Πάρου ως προς την επι­λογή της τοποθεσίας, τη μορφή της εγκατάστα­σης, τους τύπους κεραμικής-εργαλείων και την οικονομία. Ο φυσικά οχυρός βραχώδης λόφος που δεσπόζει στην ακτή προσφέρει ασφάλεια, δυνατότητα ελέγχου της περιοχής λόγω της θέας σε μεγάλη έκταση προς όλες τις κατευθύνσεις τόσο στο εσωτερικό του νησιού όσο και προς τη θάλασσα, όσο φτάνει το μάτι μέχρι τη Νάξο. Προσφέρει επίσης πρόσβαση σε πλούσιο οικο­σύστημα: ποτάμι, άρα νερό, και δέλτα με βιότο­πο στις εκβολές του, εύφορη κοιλάδα και εκτά­σεις με δυνατότητα καλλιέργειας και κτηνοτρο­φίας στις πλαγιές των γύρω λόφων, και βέβαια τη θάλασσα στη ρίζα του, με όλα τα πλεονεκτή­ματα που προσφέρει ως διατροφική πηγή και ως δίαυλος επικοινωνίας.

Η ανασκαφική έρευνα της τελευταίας δεκαετίας έδειξε ότι ο αξιολογότατος οικισμός του Στρόφιλα Άνδρου, που χρονολογείται επίσης στην Τελική Νεολιθική εποχή. ‘Εχει έκταση 20 στρεμμάτων περίπου, προστατεύεται από ισχυρό τείχος και διαθέτει μεγάλα οικοδομήματα, καθώς και οργανωμένο ιερό. Ιδιαίτερο εύρημα αποτελούν οι εκτεταμένες επίκρουστες ή σκαλιστές βραχογραφίες που κοσμούν το τείχος, το δάπεδο του ιερού και τμήματα του βράχου κατά μήκος του τείχους με παραστάσεις φυσιοκρατικές (ζώα, ψάρια και πάνω από 60 πλοία) και συμβολικές (σπείρες, δακτυλιόσχημα θέματα στο σχήμα των νεολιθικών ειδωλίων). Ο Στρόφιλας, όπως και ο σύγχρονός του μεγάλος οικισμός που επισημάνθηκε στον Άγιο Γεώργιο Φαλατάδου στην Τήνο, καταδεικνύουν ότι ήδη από την 4η χιλιετία π.X. αναπτύχθηκαν στις βορειο-ανατολικές Κυκλάδες οργανωμένες κοινωνίες προδρομικές των πρωτοκυκλαδικών κοινωνιών της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Ο Στρόφιλας αποκαλύπτει μια νέα εικόνα για τον πολιτισμό στο νησιωτικό Αιγαίο και ιδιαίτερα στις Κυκλάδες κατά τη ΤΝ περίοδο, διευρύνοντας τους ορίζοντες της κυκλαδικής προϊστορίας και εικονογραφίας. Καταδεικνύει ότι από την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε στις Κυκλάδες ένας υψηλός πολιτισμός με μεγάλες οργανωμένες ναυτικές κοινωνίες και ανάλογους οικισμούς με πρωτοαστικές δομές, που αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα πολιτιστική εξέλιξη της Μέσης και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

Μετάβαση στην Εποχή του Χαλκού

Σημαδεύεται από βαθιές τομές στον πολιτισμό και την οργάνωση των κοινωνιών του Αιγαίου. Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο ξεκινά γύρω στα μέσα της 4ης χιλιετί­ας. Το χρονικό διάστημα από το 3700 ως το 3300 π.Χ., αρκετοί το απο­δίδουν σε μια μεταβατική φάση ανάμεσα σε Τελική Νεολιθική και Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ). Εποχή του Χαλκού συμβατικά ονομάζεται η περίοδος των δύο χιλιετιών που πλαισίωσαν την εισαγωγή και σταδιακή γενίκευση της χρήσης των μετάλλων. Η μεταλλουργία εμφανίστηκε αρχικά στο χώρο που εκτείνεται από τη Μικρά Ασία ως τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Το εμπόριο των μετάλλων ήταν πλέον ζωτικής σημασίας. Ιδιαίτερα η Κρήτη βασιζόταν στις θαλάσσιες επικοινωνίες για την πρόσβαση σταδιακά στα μέταλλα, τα οποία δεν διέθετε σε ικανές ποσότητες, και ήταν απαραίτητα για την αναπτυσσόμενη, ανακτορικού τύπου, οικονομία της. Τον χαλκό, τον άργυρο και τον μόλυβδο εισήγαγε πιθανώς από τις Κυκλάδες και το Λαύριο , ενώ ο χρυσός και ο κασσίτερος έρχονταν από ακόμη πιο μακριά και, ίσως, αποτελούσαν τα κύρια προϊόντα του κρητικού εμπορίου με την Εγγύς Ανατολή.

Οι Κυκλάδες διέθεταν σημαντικές πηγές χαλκού (Κύθνος και Σέριφος) και ασημιού (Σίφνος). Υπάρχουν μάλιστα και ενδείξεις για εξόρυξη ασημιού κατά την ΠΕΧ στον Άγιο Σώστη και στον Κάψαλο της Σίφνου . Η μεταλλοτεχνία στις Κυκλάδες απέκτησε μεγάλη σημασία και παρουσίασε τυπολογική συγγένεια με την Ανατολία και με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε αυτή η νέα τεχνολογία υπήρξε εντυπωσιακή. Οι ανταλλαγές επηρεάστηκαν αποφασιστικά, αυξήθηκαν οι εμπορικές δραστηριότητες και οι επαφές δημιουργώντας έτσι έναν χώρο αλληλεπίδρασης που ώθησε τον «κυκλαδικό πολιτισμό».

«Κυκλαδικός Πολιτισμός»

Τον όρο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας για να περιγράψει την «εικόνα του πανάρχαιου νησιωτικού πολιτισμού» που αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες. Ο κυκλαδικός πολιτισμός διαιρείται σε τρεις χρονικές περιόδους την α) Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3200 – 2000 π.Χ.), που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της μεταλλουργίας, της ναυσιπλοϊας και της κυκλαδικής τέχνης, β) την Μεσοκυκλαδική περίοδο (2000 – 1600 π.Χ.), που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη σημαντικών οικισμών όπως η Φυλακωπή της Μύλου, η Αγ. Ειρήνη της Κέας, το Ακρωτήρι της Σαντορίνης και την γ) Υστεροκυκλαδική περίοδο (1600 – 1100 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται από την έντονη επιρροή αρχικά του Μινωικού πνεύματος και αργότερα του Μυκηναϊκού (1400 – 1100 π.Χ.). Η έρευνα του κυκλαδικού πολιτισμού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μελέτη των οικισμών και των νεκροταφείων της περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.). Οι κάτοικοι των Κυκλάδων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού δεν άφησαν γραπτά τεκμήρια και οι πληροφορίες που παρέχουν οι ανασκαφές των κυκλαδικών οικισμών είναι προς το παρόν περιορισμένες.

Σχέσεις Κρήτης-Κυκλάδων

Πιστοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά το τέλος της ΠΜΙ/ΠΚ Ι περιόδου σε Θέσεις και των δύο περιοχών. Δε θα μπορούσε κανείς εύκολα να υποστηρίξει πως διακόπτονται την επόμενη περίοδο. Αντίθετα, κατά την ΠΜ ΙΙ/ ΠΚ ΙΙ περίοδο, αδιαμφισβήτητοι μάρτυρες των σχέσεων αυτών είναι οι ομοιότητες σε όλες σχεδόν τις μορφές της Καλλιτεχνικής παραγωγής, οι οποίες ανιχνεύονται στην κατασκευή των ειδωλίων κυκλαδικού τύπου, στα λίθινα αγγεία, στα χάλκινα εγχειρίδια, και σε πολλά σχήματα της κεραμικής. Όλες οι προαναφερθείσες ομοιότητες των δύο πολιτισμών βρίσκουν μια αρκετά πειστική εξήγηση, υπαγόμενες μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο της επικοινωνίας, των εμπορικών ανταλλαγών και των αλληλεπιδράσεων που αυτά συνεπάγονται σε πολιτισμικό επίπεδο. Κάπως έτσι φαίνεται, εξάλλου, πως διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις για την επικράτηση ενός “διεθνούς πνεύματος” στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου.

Σχέσεις Δωδεκανήσων-Κυκλάδων

Μαρτυρούνται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Η εισαγωγή πτηνόσχημων ασκών που παράγονταν στις κυκλάδες, μαρτυρείται στη Ρόδο, στην Κω και στην Κάλυμνο. Χάλκινα ΠΧ όπλα και αργυρό αγγείο που έχουν βρεθεί στην Κω έχουν τα παράλληλά τους στην Αμοργό. Την ίδια περίοδο ενδείξεις για επαφές με τις Κυκλάδες (μηλιακός οψιανός) βρίσκονται στη Λέρο, στη Νίσυρο, στην Τήλο, στη Σύμη, στη Χάλκη, στην Αλιμνιά. Μαρτυρίες για την επικοινωνία και τις συναλλαγές μεταξύ Ρό­δου και Κρήτης υπάρχουν στο ΒΑ τμήμα του νησιού (Τριάντα), ενώ κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Ρόδου φαίνεται να έχει εποικισθεί από τους Αχαιούς, γεγονός για το οποίο συνηγορούν και τα τοπωνύμια -η ακρόπολη της Ιαλυσού διατηρεί ακόμα και στους κλασικούς χρόνους το όνομα Αχαΐα.

Η περίπτωση του Σκάρκου στην Ιο

Στο Αιγαίο εντοπίστηκαν ποικίλες θέσεις της Εποχής του Χαλκού, μερικές από τις οποίες αξίζει να αναφέρουμε:

Οι πρόσφατες ανασκαφές ανέδειξαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Σκάρκου Ίου, που αποτελεί το μεγαλύτερο έως σήμερα γνωστό οικισμό της ακμής του πρωτοκυκλαδικού κόσμου ( πρώιμη Πρωτοχαλκή ΙΙ περίοδος, μέσα 3ης χιλιετίας π.Χ.). Η έκτασή του είναι περίπου 11 στρέμματα και η κατάσταση διατήρησής του εξαιρετική. Ο οικισμός διαθέτει περικεντρικό πολεοδομικό σχέδιο, σύστημα απορροής των ομβρίων υδάτων και εντυπωσιακά διώροφα κτήρια που διατηρούν τα θυραία ανοίγματα, τις κλίμακες, τα ερμάρια, τις κτιστές κασέλες και σε ορισμένες περιπτώσεις τα πλακόστρωτα δάπεδα των ορόφων. Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται σφραγίδες και πληθώρα ενσφράγιστων αντικειμένων, τα οποία υποδεικνύουν ότι οι κοινωνικο- οικονομικές δομές των πρωτοκυκλαδικών κοινωνιών ήταν σύνθετες.

Αλλοι οικισμοί της Εποχής του Χαλκού

Σύγχρονος του Σκάρκου φαίνεται να είναι ο πρωτοκυκλαδικός οικισμός στα Πλακάλωνα Σερίφου, ενώ ο οικισμός στο Ακρωτηράκι Σίφνου που παρουσιάζει διάρκεια ζωής από την Τελική Νεολιθική περίοδο έως τη φάση Καστριού παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως επειδή τα άφθονα τμήματα λιθαργύρων σε σχήμα φιάλης που βρέθηκαν σε αυτόν πιστοποιούν την παραγωγή αργύρου με τη μέθοδο της κυπέλλωσης. Στις θέσεις Χαλανδριανή και Καστρί έχουν εντοπιστεί σημαντικά δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2.700-2.200 π.Χ.). Η βίαιη καταστροφή των οχυρωμένων οικισμών στο Καστρί Σύρου και τον Πάνορμο της Νάξου και η εγκατάλειψη θέσεων όπως ο Σκάρκος στην Ίο, στο τέλος της ΠΚ ΙΙ φάσης έχουν θεωρηθεί ως ενδείξεις μείωσης του πληθυσμού. Δε χωρά αμφιβολία ότι οι αναταραχές στο τέλος της ΠΚ ΙΙ φάσης θα είχαν κάποιες αρνητικές επιπτώσεις στην κατοίκηση των νησιών. Ωστόσο υπάρχουν σαφείς – αν και περιορισμένες προς το παρόν – ενδείξεις ότι μια σειρά από οικισμούς που εξελίχθηκαν σε σημαντικά λιμάνια κατά τη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, όπως το Ακρωτήρι στη Θήρα, η Αγία Ειρήνη στην Κέα και η Γκρόττα στη Νάξο, συνέχισαν να κατοικούνται και κατά την ΠΚ ΙΙΙ περίοδο. Δεν αποκλείεται λοιπόν, οι μεταβολές που παρατηρούνται την περίοδο αυτή να οφείλονται σε μια τάση συγκέντρωσης των κατοίκων σε μεγαλύτερα παράκτια κέντρα, κατάλληλα για εμπόριο.

Από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα κυκλαδικού οικισμού, οργανωμένου και, προφανώς, πολυάνθρωπου αποτελεί το Καστρί της Σύρου. Ο οικισμός προστατευόταν με τεχνητή και φυσική οχύρωση. Η ακρόπολη δέσποζε στην περιοχή και προστάτευε τους ανθρώπους και τα αγαθά τους από τις επιδρομές των εχθρών. Μέσα στην ακρόπολη είχαν οργανωθεί όλη η βιοτεχνία και το εμπόριο, και τα ευρήματα μαρτυρούν την παραγωγή κεραμικών σκευών, αλλά και την ύπαρξη μεταλλουργικών εργαστηρίων για την επεξεργασία του χαλκού, του αργύρου και του μολύβδου.

Τα κυκλαδικά νεκροταφεία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και βαρύτητα για την αιγαιακή αρχαιολογία έχει η μελέτη της οργάνωσης και διασποράς των κυκλαδικών νεκροταφείων καθώς οι πληροφορίες που παρέχουν είναι απαραίτητες στην έρευνα για να κατανοήσουμε την οργάνωση των κυκλαδικών κοινωνιών αλλά και τις αντιλήψεις των Κυκλαδιτών. Η ποικιλία των κτερισμάτων που συνοδεύουν τους νεκρούς, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, φαίνεται να αντανακλά σημαντικές διαφορές στην κατανομή του πλούτου. Η ίδια η ύπαρξη κτερισμάτων, τέλος, πιθανότατα υποδηλώνει αντιλήψεις για τη μετά θάνατον ζωή. Οι πρόσφατες ανασκαφές σε πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και άλλες σχετικές θέσεις δίνουν δυνατότητες επανεξέτασης των ταφικών εθίμων της εποχής υπό το φως της σύγχρονης έρευνας. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Χαλανδριανή της Σύρου (Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος (2800-2300 π.Χ.) και ο τύπος τάφου με κτιστά εκφορικά τοιχώματα. Ο τάφος αυτός είχε τη μορφή κυψέλης, με σχεδόν κυκλική κάτοψη και κτιστά τοιχώματα που έκλιναν προς τα έσω, ενώ η οροφή καλυπτόταν με μία λίθινη πλάκα. Αν και υπήρχε πλευρική είσοδος που έκλεινε με ξηρολιθιά, οι τάφοι της Χαλανδριανής περιείχαν μόνον από ένα νεκρό ο καθένας. Οι πάνω από 600 τάφοι που ανασκάφηκαν στο συγκεκριμένο νεκροταφείο ήταν οργανωμένοι σε συστάδες και διέφεραν μεταξύ τους ως προς τον αριθμό και την ποιότητα των κτερισμάτων. Στη Χαλανδριανή Σύρου ήλθε στο φως νέα συστάδα 32 αδιατάρακτων τάφων του γνωστού νεκροταφείου της πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου.

Το Ακρωτήρι της Θήρας

Από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και τις πρώτες εγκαταστάσεις του Αιγαίου αποτελεί το Ακρωτήρι της Θήρας. Η πρώτη κατοίκηση στον χώρο χρονολογείται στην Ύστερη Νεολιθική Εποχή (τουλάχιστον από την 4η χιλιετία π.Χ.). Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) υπήρχε οικισμός στο Ακρωτήρι.

Κατά τη Μέση και την Πρώιμη Ύστερη Εποχή του Χαλκού (20ος-17ος αιώνας π.Χ.) ο οικισμός αυτός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και λιμάνια του Αιγαίου. Η μεγάλη του έκταση (περίπου 200 στρέμματα), η άριστη πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό του δίκτυο, τα περίτεχνα πολυόροφα κτήρια του με τον έξοχο τοιχογραφικό διάκοσμο, την πλούσια επίπλωση και οικοσκευή μαρτυρούν για τη μεγάλη του ανάπτυξη.

Τα ποικίλα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτήρια δείχνουν πόσο ευρύ ήταν το πλέγμα των εξωτερικών σχέσεων του Ακρωτηρίου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Μινωική Κρήτη αλλά βρισκόταν σε επικοινωνία και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο. Οι Θηραίοι αγγειογράφοι στη Μέση Εποχή του Χαλκού έγιναν οι πρωτοπόροι της εικονιστικής ζωγραφικής σε ολόκληρο το Αιγαίο, περιλαμβανομένης και της Κρήτης. Με τους συνεχείς πειραματισμούς τους προχώρησαν στην απεικόνιση αφηγηματικών σκηνών προετοιμάζοντας το έδαφος για μεγάλη τέχνη της τοιχογραφία. Η ζωή στην πόλη τελείωσε απότομα το τελευταίο τέταρτο του 17ου π.Χ. αιώνα, όταν οι κάτοικοί της αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν εξαιτίας ισχυρών σεισμών.

Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, λίγο μετά τα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ., έπληξε την κυκλαδική κοινωνία τη στιγμή που βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο της ακμής της και σημάδεψε την αρχή της Υστεροκυκλαδικής περιόδου. Η ίδια η Θήρα θάφτη­κε κάτω από παχιά στρώματα τέφρας. Στα άλλα όμως νησιά, παρά την προφανή αναστάτωση που προκάλεσε η έκρηξη, η ζωή συνεχίστηκε, ίσως με λιγότερο έντονους ρυθμούς. Η δεξιοτεχνία και η προαιώνια πείρα των Κυκλαδιτών στη ναυπηγική, τη ναυσιπλοΐα και το διαμετακομιστικό εμπόριο μπήκαν στην υπηρεσία της νέας ανερχόμενης δύναμης μέσα στο Αιγαίο: των Μυκηναίων. Αποτέλεσμα της στρο­φής αυτής των Κυκλαδιτών είναι ο εμφανής σταδια­κός εκμυκηναϊσμός των νησιών και η ραγδαία ανά­πτυξη των σχέσεων του μυκηναϊκού κόσμου με την ανατολική Μεσόγειο. Από τους οικισμούς που συνέχισαν τη ζωή τους και κατά την Υστεροκυκλαδική περίοδο είναι γνωστοί η Φυλακωπή στη Μήλο, η Αγία Ειρήνη στην Κέα, η Γκρόττα στη Νάξο. Το αξιόλογο νεκροταφείο της τελευταίας, με πλούσια κεραμική της Υστεροκυκλα­δικής IIIΓ περιόδου, δείχνει όχι μόνο τη σημασία που εξακολούθησαν να έχουν τα νησιά, αλλά και τη δύ­ναμη που ακόμη διέθεταν να διατηρούν —μέσα στη μυκηναϊκή κοινή— το νησιωτικό χαρακτήρα τους. ‘ Ενας άλλος οικισμός στη γειτονική Πάρο, οι Κου­κουναριές, αν και έδωσε ενδείξεις για την πρώιμη κατοίκησή του, φαίνεται πως αποτέλεσε αξιόλογο κέ­ντρο προς το τέλος της περιόδου.

Αγία Ειρήνη και Φυλακωπή

Κατόπιν της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας (1628 π.Χ.) η Αγία Ειρήνη και η Φυλακωπή παραμένουν τα κυριότερα αστικά κέντρα των Κυκλάδων, έχοντας όμως δεχθεί επιδράσεις και από τη μυκηναϊκή Eλλάδα αναφορικά στις οχυρώσεις, τα ιερά και τα μέγαρα. Η μυκηναϊκή παρουσία στα νησιά είναι καταλυτική και αισθητή τόσο στους υπάρχοντες όσο και σε νεοϊδρυόμενους οικισμούς, στην ερημωμένη Θήρα (στον οικισμό Mονόλιθος) και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Kατά τη μέση Yστεροκυκλαδική περίοδο, επεκτείνονται οι υπάρχουσες οχυρώσεις, ενώ νέοι οικισμοί ιδρύονται σε φυσικά οχυρές θέσεις (Kουκουναριές, Άγιος Ανδρέας). Η Φυλακωπή είναι από τις σημαντικότερες πόλεις του προϊστορικού Αιγαίου. Σώζει λείψανα ζωής από δύο χιλιετίες περίπου (3300-1100 π.Χ.). Στην τρίτη οικιστική περίοδο είναι έντονες οι μινωικές επιδράσεις ενώ στην τέταρτη οι μυκηναϊκές.

Ο Προϊστορικός οικισμός της Αγίας Ειρήνης Κέας, στο βόρειο τμήμα του λιμανιού του Αγίου Νικολάου, υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα του Αιγαιακού χώρου, από το τέλος της νεολιθικής εποχής (3000 π.Χ.), που χρονολογείται η πρώτη εγκατάσταση στο χώρο, μέχρι τον 15ο αιώνα π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους ισχυρούς σεισμούς , σε περίοδο μεγάλης ακμής. Ο οικισμός της Αγίας Ειρήνης είναι κτισμένος σε ένα μικρό ακρωτήρι του βορειοδυτικού κόλπου της Κέας, επάνω από τον οχυρωμένο οικισμό της Μέσης Χαλκοκρατίας. Κατά την οικιστική περίοδο V σημειώθηκαν πολλές σημαντικές αλλαγές. Τα κτήρια ξανακτίστηκαν βάσει ενιαίου πολεοδομικού σχεδίου, το οποίο προέβλεπε υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο. Κατά το διάστημα αυτό επισκευάστηκαν και οι φθορές που υπήρχαν στα οχυρωματικά έργα της προηγούμενης περιόδου.

Αυτοί οι θησαυροί των ευρημάτων, αποτελούν πολύτιμες δεξαμενές επιστημονικών δεδομένων.
Επίλογος

Με βάση αυτά, και τα συναφή και εξειδικευμένα συμπεράσματα, μπορούμε σήμερα να ψηλαφήσουμε το παρελθόν και να προχωρήσουμε σε πλατύτερα ερωτήματα που αφορούν την αρχαιολογία των νησιών του Αιγαίου ως σύνολο.

Το σύντομο ιστορικό – αρχαιολογικό περίγραμμα που προηγήθηκε σκοπό είχε να δείξει ότι ο πολιτισμός του αιγαίου καθ’ όλη τη διάρκεια της Χαλκοκρατίας ( 3200 – 1100π.Χ) βασίστηκε στην παραγωγή στην καινοτομία στην ναυτιλία και στο εμπόριο. Είναι μάλλον αμφίβολο, αν οι σχέσεις Αιγαίου με τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου είχαν αναπτυχθεί ποτέ χωρίς την ύπαρξη αυτών των νησιών. Οι αιγυπτιακές πηγές έχουν από καιρό μιλήσει για τους λαούς «εις το μέσον της θαλάσσης», ενώ η έρευνα τείνει να άρει κάθε αμφισβήτηση για τον αιγαιακό χαρακτήρα των λαών της θάλασσας, για τους οποίους μιλούν οι ανατολικές πηγές.

Βιβλιογραφία

  • Κοσμάς Τουλούμης, Μελετώντας αρχαιολόγους: οι ιστορίες για την ιστορία της «ΠροϊστορικήςΑρχαιολογίας του Αιγαίου».
  • Τζωράκης, Γιώργος, 2009 “Οι σχέσεις της Κρήτης με τις Κυκλάδες κατα την πρώιμη εποχή του Χαλκού. : αρχιτεκτονική- κεραμική-γλυπτική- λίθινα αγγεία- χαλκινα εγχειρίδια “
  • Χαλκίτη, Μαρία, 2008 “Σχέσεις της Δωδεκανήσου με το υπόλοιπο Αιγαίο την εποχή του Χαλκού”
  • Βελεγράκη, Μαρίνα, 2013 “Η Κρήτη στον ευρύτερο αιγιακό χώρο στην τελική Νεολιθική και την Πρωτομινωική Ι περίοδο : όψεις της υλικής παραγωγής “
  • Andreou, S. 2005, “The landscapes of modern Greek Aegean archaeology” στο Cherry, Margomenou & Talalay 2005: 73-92.
  • Κόπακα, Κ. (επιμ.) 2009. Η αιγαιακή προϊστορική έρευνα στις αρχές του 21ου αιώνα. Ηράκλειο.Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Renfrew C. 1967, Cycladic Metallurgy and the Aegean Early Bronze Age, AJA 71, 1-20.
  • Renfrew C., Cycladic Spirit: Masterpieces from the Nicholas Goulandris Collection, 1991, New York.
  • Sampson A. 2002, The Neolithic Settlement at Ftelia, Mykonos, Rhodes.
  • Sampson A. 2004, The architectural phases of the Neolithic settlement of Ftelia, Mykonos, in Ορίζων, A Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, McDonald Institute
  • Katsarou S. & Schilardi D. U. 2004b, Some thoughts on the Early Cycladic domestic space, arising from observations on Koukounaries in Paros, in Ορίζων. A Colloquium on the Prehistory of the Cyclades, March 25-28, 2004, Cam­bridge (McDonald Institute for Archaeological Research).
  • Σακελλαράκης Γ. – Ντούμας Χρ. – Σαπουνά – Σακελλαράκη Ε.- Ιακωβίδης Σ., 1994, Η αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών ( Σειρά: Ελληνική Τέχνη)