Ταξίδι στην ιστορία

Η προνομιακή γεωγραφική θέση της Ρόδου και το εύφορο έδαφός της υπήρξε ο κύριος λόγος της συνεχούς κατοίκησης του νησιού από τη Μέση Νεολιθική περίοδο της 6ης χιλιετίας π.Χ. Αρχαιολογικά ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας από τα σπήλαια στη ΒΑ πλευρά του νησιού, χρονολογούνται στην Ύστερη και Τελική Νεολιθική περίοδο (5300-3400 π.Χ. Επίσης ένας οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. έχει ανασκαφεί στη θέση Ασώματος, ανάμεσα στη Κρεμαστή και το Παραδείσι. Η ανακάλυψη εντυπωσιακών κτιρίων – μεγάρων με ιδιαίτερης σημασίας ευρήματα, μας παραπέμπει στις στενές σχέσεις του οικισμού με την απέναντι μικρασιατική ακτή. Στην γόνιμη πεδιάδα της Ιαλυσσού, στη θέση Τριάντα, ήρθε στο φώς ένας οικισμός της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2000-1600 π.Χ.) που έχει μινωικά χαρακτηριστικά. Φαίνεται ότι αναπτύχθηκε σε μια ακμάζουσα πόλη, η οποία μετά τον καταστροφικό σεισμό του ηφαιστείου της Θήρας (1400 π.Χ) απόκτησε μυκηναϊκή φυσιογνωμία. Επίσης ένα εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο με θολωτούς τάφους και πλούσια κτερίσματα βρέθηκε στην Ιαλυσσό, που χρονολογείται μεταξύ 1400 και 1100 π.Χ. Με την έλευση των Αχαιών συνδέεται η ονομασία Αχαΐα που είχε η Ιαλυσός στους ιστορικούς χρόνους. Πολλά μυκηναϊκά νεκροταφεία είναι εγκατεσπαρμένα στα ανατολικά και νότια μέρη της Ρόδου.

Αρχαία πόλη Ρόδου

Η αρχαία πόλη της Ρόδου δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη το 408-407 π.Χ. από τον συνοικισμό των κατοίκων της Ιαλυσσού, της Λίνδου και της Καμείρου, στο βορειότερο άκρο του νησιού, σε ένα ιδιαίτερα στρατηγικό σημείο που έλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους. Ήταν χτισμένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα πολεοδομίας, που κατένεμε το χώρο της πόλης με κάθετους και οριζόντιους δρόμους σε ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες. Διέθετα δυο λιμάνια, τον «μικρόν λιμένα» το σημερινό Μανδράκι και τον «μέγα λιμένα» (Εμπορειό). Επίσης προστατεύονταν από τείχη μήκους 15 χλμ., ενώ είχαν κατασκευαστεί δίκτυα αγωγών όμβριων υδάτων και λιμενικές εγκαταστάσεις.

Η ακρόπολη χτίστηκε στο λόφο του μεσαιωνικού Αγίου Στεφάνου (Μόντε Σμίθ), και σε αυτήν είχαν το ναό τους, ο Ζευς Πολιεύς και η Αθηνά Πολιάδα που ήταν οι πολιούχοι της πόλης. Στο πλάτωμά της επίσης υπάρχουν το ιερό του Πυθίου Απόλλωνα, ένας αναστηλωμένος δωρικός ναός του 1ου αιώνα π.Χ. που πιθανόν ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη, ένα αναστηλωμένο ελληνιστικό στάδιο και ωδείο, καθώς και ένα γυμνάσιο. Ένα σπήλαιο-νυμφαίο εντοπίζεται στην ακρόπολη, καθώς κι ένα σύμπλεγμα από μνημειώδεις ελληνιστικούς τάφους λαξεμένους στο βράχο στα νότια της πόλης. Η κατώτερη αρχαία πόλη κοσμείτο με έναν ιωνικό ναό της Αφροδίτης του 3ου αιώνα π.Χ, και μια κορινθιακού ρυθμού ρωμαϊκή αψίδα. Είχε δρόμους με στοές, ένα ιερό των Ελευσίνιων θεοτήτων και το ιερό του Φυτάλμιου Απόλλωνα.

Η Ρόδος γρήγορα έγινε μια από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου χάρις στο διαμετακομιστικό εμπόριο που ασκούσε ο ευάριθμος ροδιακός στόλος. Επίσης, μεγάλη δύναμη αντλούσε από τις αποικίες που είχε ιδρύσει, ενώ η δημοκρατική οργάνωση της πολιτείας των Ροδίων αποτελούσα μια εξαίρεση σε σχέση με τις μεγάλες ελληνιστικές μοναρχίες της περιοχής. Εκμεταλλευόταν τις ιστορικές συγκυρίες, όταν για παράδειγμα, η καταστροφή της Τύρου από τον Μ. Αλέξανδρο της επέτρεψε να πάρει τη θέση της εμπορικής της αντίζηλου. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή ήταν ασυναγώνιστη στην έκταση του εμπορίου που ασκούσε και στον πλούτο που συσσώρευε.

Στους κλασικούς χρόνους η Ρόδος ανέδειξε σημαντικές προσωπικότητες στα γράμματα και στις τέχνες. Από το νησί κατάγονταν οι ποιητές Πείσανδρος, Πεισίνος, ο ποιητής και φιλόσοφος Ευαγόρας, οι ιστορικοί Διοκλής και Διόνυσος, ο μεγάλος αστρονόμος Ίππαρχος, οι ρήτορες Αρταμένης, Νικόστρατος και Αριστοκλής, καθώς και μια πλειάδα μαθηματικών, αρχιτεκτόνων, ζωγράφων, ηθοποιών, αγγειοπλαστών κ.ά. Ο Στράβωνας εκθειάζει με επαινετικούς λόγους την πνευματική ακμή της Ρόδου, αναφερόμενος ανάμεσα στα άλλα και στα έργα τέχνης που κοσμούσαν τα δημόσια κτίρια. Η πλαστική και η γλυπτική βρήκαν διαπρεπείς εκφραστές, όπως ήταν ο μαθητής του Λύσιππου, Χάρης ο Λίνδιος (c. 280 π.X.). Έργο του σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ο περίφημος Κολοσσός που συναριθμείτο ανάμεσα στα επτά θαύματα της αρχαιότητας. Ήταν ένα κολοσσιαίο μπρούτζινο άγαλμα του Θεού Ήλιου, του προστάτη του νησιού, στήθηκε δε μετά την νίκη των Ροδίων το 305-304 π.Χ εναντίον του Μακεδόνα Δημήτριου Α΄ του Πολιορκητή, γιού του Αντίγονου. Οι παραδόσεις κατέγραψαν ότι στοίχισε 300 τάλαντα και είχε ύψος 32 μέτρα, ενώ η κατασκευή του κράτησε 12 χρόνια (302-290 π.Χ.). Παρόλο που οι αρχαιολογικές έρευνες δεν το επιβεβαιώνουν, κάποιος θρύλος τον ήθελε τοποθετημένο στην είσοδο του λιμανιού με ανοιχτά τα σκέλη για να διαπλέουν από κάτω τα πλοία. Αν και υπάρχουν αντικρουόμενες αρχαίες πληροφορίες που αναπαριστούν τη μορφή του αγάλματος, αυτό σωριάστηκε το 227-6 π.Χ. εξαιτίας πιθανότατα ενός μεγάλου σεισμού. Ο θρύλος θέλει το άγαλμα για αιώνες να βρίσκεται μέσα στη θάλασσα, μέχρι το 657 μ.Χ. που οι Σαρακηνοί κατέλαβαν τη Ρόδο και ανέλκυσαν τα κομμάτια του για να το μεταφέρουν προς πώληση στην Αφρική πάνω σε 300 καμήλες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πολύβιο, ο Πτολεμαίος έδωσε υπόσχεση στους Ρόδιους να αναστηλώσει το μνημείο χορηγώντας 300 τάλαντα. Το έργο όμως σύμφωνα με τον Στράβωνα δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της απαγόρευσης κάποιου χρησμού.

Αρχαία Λίνδος

Όσον αφορά την αρχαία πόλη της Λίνδου, αυτή ιδρύθηκε από Δωριείς αποίκους στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. και έγινε η πιο ισχυρή πόλη της Ρόδου εξαιτίας της ναυτικής και εμπορικής της δύναμης. Ο ιδρυτικός μύθος της πόλης που καταγράφηκε από τον Πίνδαρο, υποστηρίζει ότι συστάθηκε από τον Λίνδο που ήταν εγγονός του θεού Ήλιου. Η αρχαία πόλη, χτισμένη στη νότια πλευρά του Μεγάλου Γιαλού, δέσποζε στο δυτικό τμήμα της Ρόδου. Ανήκε μαζί με την Κω, την Αλικαρνασσό, την Κνίδο, την Κάμειρο και την Ιαλυσσό στην δωρική Εξάπολη με θρησκευτικό κέντρο το ναό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Ανάμεσα στο 689 και 588 π.Χ., οι κάτοικοί της μαζί με άλλους Ροδίτες και τη βοήθεια Κρητικών έφθασαν στη νότια Σικελία και ίδρυσαν τη Γέλα. Η Φάσηλις, παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, υποστηρίχθηκε ότι ιδρύθηκε από Λίνδιους αποίκους το 691 π.Χ. Πάντως τον 6ο αιώνα π.Χ. έχει καταγραφεί η εισβολή της Λίνδου στη Λυκία υπό την ηγεσία του τύραννου Κλεόβουλου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Το επιχειρηματικό πνεύμα των κατοίκων της, η ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης και η ξακουσμένη ναυτοσύνη τους, έφεραν τη πόλη σε επαφή με πολλούς λαούς Η ναυτιλιακή ανάπτυξη της πόλης αποτυπώνεται στην σύνταξη του «Ροδιακού νόμου», που αποτελεί την πρώτη καταγραφή κώδικα ναυτικού δικαίου. Αυτός αποτέλεσε βασικό κεφάλαιο του ρωμαϊκού δικαίου και επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης ναυτικής νομοθεσίας.

Στην αρχαία Λίνδο δέσποζε ο περίφημος δωρικός αμφιπρόστυλος ναός της Αθηνάς Λινδίας (9ος-1ος π.Χ. αιώνας) μαζί με τα άλλα κτίσματα που ήταν θεατρικά διατεταγμένα στο πλάτωμα της ακρόπολης. Αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο του αρχαίου, ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου. Βασική πηγή για το ιερό και την ιστορία της πόλης αποτελεί η μαρμάρινη στήλη του «Χρονικού της Λίνδου» που ανακαλύφθηκε το 1904 από Δανούς αρχαιολόγους και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο της Κοπεγχάγης. Σύμφωνα με αυτό, το 490 π.Χ. κατά τους περσικούς πολέμους η πόλη πολιορκήθηκε από τον Δάτι, ενώ το 479 π.Χ. οι Λίνδιοι προσχώρησαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία συνεισφέροντας 8 τάλαντα. Με την ενθάρρυνση του σπαρτιατικού στόλου η πόλη το 412 π.Χ. αποστάτησε ανεπιτυχώς από την Αθήνα, αφού ο αθλητής και απόγονος του Διαγόρα Δωριέας από την Ιαλυσσό κατέπνιξε την επανάσταση των δημοκρατικών.

Η Ιαλυσσός

Η Ιαλυσσός, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, συγκαταλεγόταν στην αρχαία Τρίπολη της Ρόδου. Τα ευρήματα της σκαπάνης των αρχαιολόγων πιστοποιούν ότι υπήρξε μια σημαντική μυκηναϊκή εγκατάσταση, που τον 12ο π.Χ. αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα ταφικά έθιμα, είχε σχέσεις με την Αττική. Οι ιταλοί αρχαιολόγοι που ανάσκαψαν τη δεκαετία του 1930 το νεκροταφείο στο Μάρμαρο, έφεραν στο φως πολυάριθμα αγγεία κορινθιακής, ιωνικής και αττικής τεχνοτροπίας (τέλη 8ου – 5ου αιώνα). Κατά τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα στα πράγματα της πόλης ασκούσε επιρροή ο περίφημος Σάμιος τύραννος Πολυκράτης. Αφού βρέθηκε κατά τους μηδικούς πολέμους στην κατοχή των Περσών, από το 479 π.Χ. η Ιαλυσσός έγινε ιδρυτικό μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας καταβάλλοντας αρχικά εισφορά 10 ταλάντων. Συμμετείχε στην αποστασία εναντίον της Αθήνας που κατέληξε, όπως στη Λίνδο, στην ήττα των δημοκρατικών. Στην ακρόπολη της αρχαίας Ιαλυσσού («Αχαΐα πόλις») στο βουνό Φιλέριμος, συναντάμε ένα ιερό της Πολιάδας Αθηνάς, έναν ελληνιστικό ναό και μια κρήνη του 4ου αιώνα π.Χ. Υπήρχαν όμως και άλλα αρχαία ιερά όπως της Ήρας Τελχινίας, του Ποσειδώνα, της Αλεκτρώνης, του Ιαλυσσού κ.ά.

Η Κάμειρος

Η πόλη-κράτος της αρχαίας Καμείρου, πατρίδας του ποιητή Πείσανδρου, είχε στην δικαιοδοσία της το κεντροδυτικό τμήμα του νησιού. Η Κάμειρος για αιώνες έπεσε στην αφάνεια μέχρι τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες του 1859 όταν αποκλήθηκε μικρή Πομπηία. Την παρουσία των Μυκηναίων μαρτυρεί το νεκροταφείο στον οικισμό Καλαβάρδα. Επίσης, τα διάσπαρτα γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο ευρήματα που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς, αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, καταγράφουν την ανθρώπινη εγκατάσταση σε μικρούς οικισμούς. Στην ακρόπολη υπήρχε κατά τους γεωμετρικούς και κλασικούς χρόνους ιερό της Καμειράδος Αθηνάς. Τον καταστρεπτικό σεισμό του 227-6 π.Χ ακολούθησε ο συνοικισμός της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Καμείρου που χτίστηκε αμφιθεατρικά σε μια κοιλάδα, ακολουθώντας το πρόγραμμα των πολεοδόμων της ελληνιστικής εποχής. Η αρχαιολογική τεκμηρίωση όλων των ευρημάτων συνηγορεί στην άποψη ότι η Κάμειρος ήταν μια θάλλουσα πόλη με σημαντική αγροτοβιοτεχνική παραγωγή που συνεισέφερε στις κερδοφόρες εμπορικές της σχέσεις με την Μικρά Ασία, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Αίγυπτο. Μια αγορά ανεγέρθηκε στο κατώτερο τμήμα της πόλης με διάφορα ιερά αφιερωμένα στους Θεούς. Σήμερα ορθώνονται αναστηλωμένοι έξι κίονες της πρόσοψης μιας κρήνης από την ύστερη κλασική εποχή.

Ρωμαϊκή περίοδος-Χριστιανισμός

Οι Ροδίτες όταν τον 2ο μ.Χ. αιώνα έγιναν οι πόλεμοι των Ρωμαίων εναντίον του Αντίοχου και του Προυσία του βασιλιά της Βιθυνίας, βρήκαν την ευκαιρία να επεκταθούν στη Μ. Ασία με την δημιουργία της «Περαίας Ροδίων». Αν και 167 π.Χ. έχασαν αυτές τις κτίσεις τους, το 164 μ.Χ. συνήψαν συνθήκη ειρήνης με τους Ρωμαίους, διατήρησαν την αυτονομία τους και συνέχισαν μαζί τους την συμμαχία μέχρι τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρα (43 π.Χ.). Η πνευματική ακτινοβολία της Ρόδου διατηρήθηκε για πολλά ακόμη χρόνια σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις. Στο νησί έρχονταν για να σπουδάσουν μεγάλες μορφές της εποχής, όπως οι ρήτορες Απολλώνιος ο Μαλαικός και ο Απολλώνιος ο Μόλων, ο φιλόσοφος Ποσειδώνιος κ.ά. Στη Ρόδο ήρθε ως μαθητής (165-161 π.Χ.) ο μετέπειτα αυτοκράτορας Τιβέριος Γράκχος, ο Κικέρων (78 π.Χ.), ο ποιητής Λουκρήτιος , ο Ιούλιος Καίσαρας (75 π.Χ.) και ο Μάρκος Αντώνιος (40 π.Χ.)

Ο χριστιανισμός έκανε την εμφάνισή του πολύ νωρίς στη Ρόδο χάρις και στο ιεραποστολικό έργο του αποστόλου Παύλου. Υπήρχε οργανωμένη εκκλησία ίσως και πριν τον 3ο αιώνα, με κάποιους να μνημονεύουν τον Πρόχορο ως επίσκοπο της Ρόδου τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Γύρω στις 17 εκκλησίες βασιλικού ρυθμού που ανάγονται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους έχουν καταγραφεί στο νησί, εκ των οποίων οι 6 στη πόλη της Ρόδου. Στη δυτική πλευρά της πόλης μια βασιλική με διαδοχικές κατασκευαστικές φάσεις του 5ου -6ου αιώνα διαθέτει βαπτιστήριο και προσκτίσματα, ενώ έχουν διασωθεί τοιχογραφίες, επιτοίχια ψηφιδωτά και μωσαϊκό δάπεδο. Κατά τον 9ο αιώνα η Ρόδος έγινε μητρόπολη με 12 επισκοπές στη δικαιοδοσία της. Η Ρόδος διοικητικά στα τέλη του 3ου αιώνα, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Διοκλητιανός, ανήκε στην Επαρχία των Νήσων (provincia insularum), μετά δε τον 7ο αιώνα συμπεριλήφθηκε στο θέμα των Kιβυρραιωτών της Mικράς Aσίας. ‘Άλλοι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία του νησιού κατά τους βυζαντινούς χρόνους είναι η λεηλασία του (469-70) από τους πειρατές Ίσαυρους, μια ορεινή φυλής από την Μικρά Ασία. Κατά τον 7ο αιώνα οι Πέρσες του Χοσρόη Β’ αποβιβάστηκαν στη Ρόδο και τη λεηλάτησαν (620 μ.Χ.). Το 653 έχουμε την επιδρομή των Σαρακηνών που κυριάρχησαν στο νησί μέχρι το 678. Το 807 ήρθε η σειρά του αββασίδη χαλίφη της Βαγδάτης Χαρούν Άλ Ρασίντ να λεηλατήσει προάστια της πόλης της Ρόδου.

Σταυροφόροι-Ιππότες

Το 1097 το νησί καταλαμβάνεται από τους Σταυροφόρους, ενώ την περίοδο εκείνη γίνεται πεδίο διεκδικήσεων από τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής: τη Βενετία, τη Πίζα και τη Γένοβα. Τους χρόνους εκείνους στο νησί διέμειναν ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Β΄(1180), και ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος (1191). Μετά την άλωση της Πόλης το 1204 από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας, ο διοικητής του νησιού Λέων Γαβαλάς ανακήρυξε τον εαυτό του Δεσπότη του νησιού, διατήρησε την ανεξαρτησία της Ρόδου και των γειτονικών νησιών ερχόμενος αργότερα σε συμφωνία με τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Κατά τα χρόνια των διαδόχων του το νησί αναγνώρισε τον αυτοκράτορα της Νίκαιας και αργότερα εκείνον της Κωνσταντινούπολης, με τους Γενουάτες όμως ιδιαίτερα να επιχειρούν συνεχώς την διείσδυσή τους στα πράγματα του νησιού.

Το 1309 η Ρόδος μαζί με πολλά νησιά της Δωδεκανήσου περιήλθε στην εξουσία των Ιπποτών του Τάγματος του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως Ιωαννίτες Ιππότες ή Ιππότες της Μάλτας. Το μοναχικό αυτό τάγμα όταν ιδρύθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα, είχε πρωταρχικό σκοπό την μεταφορά και την περίθαλψη των χριστιανών προσκυνητών που έφθαναν στους Αγίους τόπους στον Ξενώνα της Ιερουσαλήμ. Γρήγορα όμως απόκτησε στρατιωτική οργάνωση και οι Ιππότες του χρησιμοποίησαν το νησί της Ρόδου ως προκεχωρημένο φρούριο των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους εναντίον των Οθωμανών, κυρίως από τον 15ο έως τις αρχές του 16ου αιώνα. Ο ανώτατος τίτλος του Τάγματος ήταν αυτός του Μεγάλου Μάγιστρου (Magnus Magister), ο οποίος και ασκούσε τη διοίκηση. Το επιβλητικό παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου κτίστηκε στην ψηλή βυζαντινή ακρόπολη του κάστρου, αποτελούσε την τελευταία γραμμή άμυνας και ήταν η ορατή έκφραση της διοικητικής και στρατιωτικής εξουσίας του Τάγματος .

Όσον αφορά τη μακραίωνη ιστορία του επιβλητικού κάστρου της Ρόδου, στους μέσους βυζαντινούς χρόνους η πόλη περιορίστηκε μέσα σε οχυρωματικά τείχη που χρονολογούνται από τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Στο τμήμα αυτό της πόλης βρίσκονταν οι κατοικίες των ιπποτών (η σημερινή οδός των Ιπποτών) και είχε την ονομασία «Κολλάκιο» (Collachium). Εκεί κτίστηκαν το «Νέο» Νοσοκομείο και τα καταλύματα των «Γλωσσών», όπου οι διαφορετικές εθνικότητες των ιπποτών συγκεντρώνονταν για να γευματίσουν μαζί και να λάβουν τις αποφάσεις τους. Η επέκταση του τείχους τον 12ο αιώνα σε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο έκτασης 175.000 τ.μ. διεύρυνε τα όρια της πόλης. Έχουν διασωθεί τμήματα αυτού του τείχους που διαχώριζε το το Κολλάκιο από το Μπούργκο (Burgus). Στην νότια πλευρά κατοικούσαν κυρίως έλληνες και εβραίοι. Στις αρχές του 12ου αιώνα, το τείχος επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μια έκταση 175.000 τ.μ. σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου. Αυτή την πόλη κατέκτησαν οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, ενώ ολόκληρος ο σχεδιασμός των μεσαιωνικών οχυρωματικών έργων σχετίζεται με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου. Από τον 15ο αιώνα η χρήση της πυρίτιδας και του κανονιού καθόρισε τις διάφορες μετατροπές και βελτιώσεις, με προτειχίσματα και τάφρους, μέσα σε ένα κλίμα συνεχούς εχθρικής απειλής. Το λιμάνι προστατεύονταν αποτελεσματικά από τον επιβλητικό πύργο του Naillac που μαζί με τα τείχη απέδειξε την αξία του κατά την πολιορκία της Ρόδου το 1444 από τους αποφασισμένους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Όλοι οι μεγάλοι μάγιστροι του τάγματος των Ιπποτών μερίμνησαν για την άμυνα της πόλης. Έτσι αποκρούστηκε η ναυτική πολιορκία του 1480 από τον υπέρτερο αριθμητικά στρατό του Μωάμεθ Α’ του Πορθητή.

Η περίοδος της ιπποτοκρατίας στη Ρόδο χαρακτηρίζεται εκτός από το τεράστιο οικοδομικό έργο των ιπποτών στη μεσαιωνική πόλη, από την μεγάλη επίδραση των Λατίνων ιπποτών στην κοινωνική, πολιτιστική και θρησκευτική ζωή των ροδίων. Έτσι, η φραγκοκρατία στο Αιγαίο, με τις όποιες της συνέπειες, ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Κύπρου και της Κρήτης. Η Ρόδος την εποχή εκείνη γνωρίζει μεγάλη ακμή με τον πληθυσμό της να ανέρχεται στις 7000-8000 ψυχές. Το ιπποτικό τάγμα αριθμούσε 300 ετοιμοπόλεμους ιππότες και γύρω στους 1200 στρατιώτες και βοηθητικό προσωπικό. Όμως για τους Οθωμανούς οι Ιωαννίτες αποτελούσαν μια επικίνδυνη απειλή. Έτσι επανήλθαν με την εξάμηνη πολιορκία του 1522 από τον Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή που οδήγησε στην συνθήκη παράδοση της Ρόδου στους Οθωμανούς. Τότε προξενήθηκαν πολλές καταστροφές στο μέτωπο του οχυρωματικού τείχους. Μετά τον απόπλου των Ιπποτών από τη πόλη για τη Μάλτα, οι τούρκοι έκαναν επισκευές διατηρώντας τον αμυντικό σχεδιασμό της οχύρωσης. Στην ιστορία του νησιού της εποχής εκείνης, έχει επίσης καταγραφεί η αποτυχημένη εξαιτίας προδοσίας απόπειρα του μητροπολίτη της Ρόδου, να ανακαταλάβει το νησί σε συνεργασία με τους Ιωαννίτες. Την ίδια περίοδο οι πειρατικές επιδρομές συνεχίζουν να ταλαιπωρούν το νησί. Οι Ιωαννίτες Ιππότες εφαρμόζουν αντίποινα με καταδρομές σε τουρκικά πλοία. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον 17ο αιώνα, όταν το 1658 ο βενετός ναύαρχος Φραγκίσκος Μοροζίνης επιχειρεί απόβαση στην παραλία της Καστέλλου (Κρητηνία). Απέτυχε όταν οι κάτοικοι της γειτονικής Χάλκης με σήματα φωτιάς ειδοποίησαν τη τουρκική φρουρά. Ο φόβος των πειρατικών κούρσων διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Ποικιλώνυμοι πειρατές από την Μπαρμπαριά (γαλουντζήδες), αλλά και οι «ζεϊμπέκοι» από τα παράλια της Μ. Ασίας, συγκροτούσαν ληστοσυμμορίες πού είχαν χαρακτήρα σύγκρουσης με τη κεντρική οθωμανική εξουσία.

Οθωμανική περίοδος

Με την κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς σχετίζεται η εκδίωξη των Ελλήνων εκτός των τειχών της πόλης, που αναγκάστηκαν να συμπτύξουν τα Μαράσια. Αυτές ήταν μικρές πυκνοκατοικημένες συνοικίες, με τις χαράξεις των δρόμων τους να παραπέμπουν σε αστικούς πυρήνες του μεσαίωνα. Παρόλα αυτά, οι Οθωμανοί ενίσχυσαν τον πληθυσμό του νησιού εφαρμόζοντας εποικιστική πολιτική, με κύριο χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης την μεγάλη πλειοψηφία του χριστιανικού αγροτικού πληθυσμού. Χαρακτηριστικό της θρησκευτικής πολιτικής στο νησί τους χρόνους εκείνους είναι η κατάργηση το 1523 της λατινικής επισκοπής, αλλά και η μετατροπή πολλών εκκλησιών του κάστρου σε τζαμιά. Επίσης, ανεγέρθηκαν μουσουλμανικά τεμένη που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής στον ελληνικό χώρο (τέμενος του Σουλεϊμάν στο παζάρι, τζαμί του Ιμπραήμ (1531), τζαμί του Ρετζέπ πασά (1588)). Όσον αφορά τον πληθυσμό του νησιού, οι στατιστικές στα τέλη του 18ου αιώνα απογράφουν γύρω στους 29.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι περίπου 10.000 διέμεναν στη καστρόχτιστη πόλη. Ο αριθμός αυτός υπέστη συρρίκνωση κατά το τέλος του 19ου αιώνα, με τους μουσουλμάνους να μειώνονται και τους Ελληνες να μεταναστεύουν στην Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Η εβραϊκή κοινότητα της Ρόδου το 1900 αριθμούσε 3.660 άτομα. Αυτοί αποτελούνταν αρχικά από ελληνόφωνους ρωμανιώτες και από σεφαρδίτες εβραίους που μετοίκησαν από την Θεσσαλονίκη ύστερα από την βίαιη μετεγκατάστασή τους από την Ισπανία στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Ιταλοκρατία

Η οθωμανική κατάκτηση του νησιού τερματίστηκε στις 4 Μαΐου 1912, όταν μετά τις μάχες της Ψίνθου και Ασγούρου οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Ρόδο. Με την ιταλοτουρκική συνθήκη ειρήνης στο Ουσί (18-10-1912) ξεκίνησε η περίοδος της ιταλοκρατίας. Χαρακτηριστικό της ήταν η συστηματική προσπάθεια του μετέπειτα φασιστικού καθεστώτος να αποικιοποιήσει τα Δωδεκάνησα στα πλαίσια του imperium, προωθώντας την επιβολή του ιταλικού εθνικισμού στο τομέα του πολιτισμού, της θρησκείας και της γλώσσας. Παράλληλα, έγιναν μεγάλης κλίμακας πολεοδομικές παρεμβάσεις στη πόλη της Ρόδου με την ανέγερση εντυπωσιακών κτηρίων, με κάποια από αυτά να έχουν τη σφραγίδα της μνημειακής φασιστικής αρχιτεκτονικής (η εντυπωσιακή παραλιακή λεωφόρος Foro Italico, το Διοικητήριο (Casa del Fascio), Ξενοδοχείο των Ρόδων (Albergo delle Rose), το τελωνείο κ.ά. Ακόμα την εποχή εκείνη έγιναν έργα οδοποιίας, εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες, αναστήλωση του κάστρου των Ιπποτών και βέβαια η μεγάλη τουριστική προβολή του νησιού. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, και η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Γερμανούς τερμάτισε την ιταλική παρουσία στο νησί. Το 1948 ύστερα από τη σύντομη κατάληψη της Ρόδου από τους Άγγλους, τελικά το νησί ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος.

Από την δεκαετία του 1960 η ανάπτυξη του τουρισμού έφερε στο νησί μεγάλη οικονομική ευημερία και ανέστρεψε το μεταναστευτικό ρεύμα. Το ήπιο κλίμα, οι φυσικές ομορφιές του νησιού, τα σπουδαία αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία μαζί με τις υποδομές που αξιοποιήθηκαν και αναπτύχθηκαν, κατέστησαν το νησί της Ρόδου μια από τις ναυαρχίδες του σύγχρονου ελληνικού τουρισμού.