Το 776 π.Χ. η Τήνος βρισκόταν υπό την εξουσία της ισχυρής τότε Ερέτριας. Η Αθήνα έλεγχε την Τήνο το 650 π.Χ. και το 505 π.Χ. βρέθηκε στην εξουσία του τυράννου της Μιλήτου, Αρισταγόρα. Κατά τα χρόνια των Μηδικών πολέμων υπέκυψε στους Πέρσες. Ομως, τις παραμονές της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, μια τηνιακή τριήρης στην οποία αρχηγός ήταν ο Παναίτιος ο Σωσιμένεος, αυτομόλησε και αποκάλυψε στους Ελληνες τα σχέδια του περσικού στόλου. Γι’ αυτό, μετά το τέλος των πολέμων, το όνομα της Τήνου γράφτηκε στον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Ελληνες στους Δελφούς. Το νησί συμμετείχε και στη μάχη της Χαιρώνειας το 479 π.Χ. Το 478 π.Χ. συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και πλήρωνε φόρο αρχικά 3 ταλάντων, ο οποίος λίγο αργότερα ανέβηκε σε 10. Στη δεύτερη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία (413 π.Χ.) συμμετείχαν Τηνιακοί πεζοί στρατιώτες. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το νησί βρέθηκε υπό τους Μακεδόνες και το 314 π.Χ έγινε μέλος του Κοινού των Νησιωτών.
Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ οι Τηνιακοί ανακαίνισαν το ναό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης ερείπια του οποίου σώζονται στη θέση Κιόνια. Κοντά στο ναό, τον οποίο ο Στράβωνας ονομάζει «θέας άξιον», υπήρχαν εστιατόρια στα οποία συναθροιζόταν πλήθος προσκυνητών από τα γειτονικά νησιά για τον εορτασμό των Ποσειδωνίων. Ο ναός του Ποσειδώνα ήταν ιερό άσυλο και τα προνόμιά του είχε παραχωρήσει, σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκιτο, ο αυτοκράτορας Τιβέριος. Υπήρχαν και αγάλματα του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης ύψους 9 μέτρων που αποδίδονταν στον Αθηναίο γλύπτη Τειλεσία.
Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., η Τήνος ορίστηκε από τους Ροδίτες, που ήταν σύμμαχοι του βασιλιά της Περγάμου Ατταλου, ως η έδρα του Κοινού των Νησιωτών και γνώρισε χρόνια ακμής. Επί ρωμαϊκής εποχής ανήκε διοικητικά στην Επαρχία της Ασίας (129 π.Χ.). Τον 1ο αιώνα π.Χ. βρέθηκε ανάμεσα στις συγκρούσεις των Ρωμαίων και του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη. Την ίδια εποχή οι κάτοικοί του υπέφεραν και από τις πειρατικές επιδρομές.
Σαρακηνοί και Αραβες πειρατές το 653 μ.Χ. λεηλάτησαν το νησί, ενώ οι πειρατικές επιδρομές συνεχίστηκαν και τους επόμενους αιώνες. Στα χρόνια του Βυζαντίου ανήκε στην επαρχία των νήσων με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Αργότερα υπάχθηκε στο Θέμα της Ελλάδας. Την Αλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους Σταυροφόρους, επακολούθησε η ίδρυση το 1207 του Δουκάτου του Αιγαίου. Η Τήνος παραχωρήθηκε από τον Δόγη της Βενετίας στους αδελφούς Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζι. Το 1259 περιήλθε στον πρωτότοκο γιο του Ανδρέα, Βαρθολομαίο Α΄ Γκίζι. Ο Ρογήρος Ντελόρια, επικεφαλής πειρατικού στόλου Καταλανών με 30 γαλέρες, λεηλάτησε το 1292 τις ακτές της Τήνου και των υπόλοιπων νησιών.
Η οικογένεια των Γκίζι κατείχε το νησί μέχρι το θάνατο του τελευταίου απογόνου, Γεωργίου Γ΄, ο οποίος με τη διαθήκη του το άφησε κληρονομιά στη Βενετία, η οποία το διοικούσε μέσω τοποτηρητών (ρέκτορες). Παρά την παραχώρηση προνομίων στους κατοίκους για τη συμμετοχή τους στην τοπική διοίκηση, η οικονομική κατάσταση χειροτέρευε και πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Το 1537 η Τήνος δοκιμάστηκε σκληρά από την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και οι Τηνιακοί ζήτησαν να βρεθούν και πάλι κάτω από τη σημαία του φτερωτού λιονταριού της Βενετίας –ήταν μάλιστα το μοναδικό νησί που παρέμεινε στην εξουσία της Βενετίας ακόμα και μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669. Την εποχή της Φραγκοκρατίας η πρωτεύουσα βρισκόταν στο οχυρωμένο κάστρο του Ξώμπουργου στον οξυκόρυφο βράχο ύψους 553 μέτρων.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους Οθωμανούς και τη συνθήκη του Πασσάροβιτς, το 1718 που τερμάτισε τον τουρκοβενετικό πόλεμο, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στη σημερινή παραθαλάσσια πρωτεύουσα που κτίστηκε στα ερείπια της αρχαίας πόλης.
Το 1715 ο καπουδάν πασάς Τζανούμ Χόντζας επικεφαλής στόλου από 45 πολεμικά πλοία και μεταγωγικά, αποβίβασε στην Τήνο πάνω από 2500 άνδρες. Παρά τις προσπάθειες του Βενετού προβλεπτή Βερνάρδου Βάλβη να οργανώσει την αντίσταση μαζί με τους κατοίκους, γρήγορα αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί. Σύμφωνα με Βενετό ιστοριογράφο της εποχής, 200 οικογένειες αναγκάστηκαν από τους Τούρκους να μεταναστεύσουν στα παράλια της Αφρικής. Την εποχή της άλωσής του το νησί είχε 15000 κατοίκους, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν ρωμαιοκαθολικοί. Εκείνα τα χρόνια έφερε, μάλιστα, το προσωνύμιο «το νησί του Πάπα» και ήταν έδρα του Λατίνου επισκόπου Τήνου και Μυκόνου.
Ο σουλτάνος Μεχμέτ Γ’ το παραχώρησε ως τιμάριο στον ουλεμά (νομομαθή) Βελή Ζαντέ εφέντη που ήταν επικεφαλής του νομισματοκοπείου. Παρέμεινε μέχρι το 1805 σ’ αυτό το καθεστώς και τότε παραχωρήθηκε εκ νέου στον Σεϊτ Φεϊζουλάχ που ήταν δεφτερδάρης (αξιωματούχος) των οικονομικών προσόδων του σουλτάνου. Κατά την περίοδο αυτή η Τήνος απόλαυσε φορολογικά και αυτοδιοικητικά προνόμια. Τη διοίκηση ασκούσε ένα είδος γερουσίας από 5 μέλη, και κατέβαλε ετήσιο φόρο στους Τούρκους 33000 γρόσια.
Στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1776 καταλήφθηκε από τον ρωσικό στόλο, ενώ ανάμεσα στα πληρώματα του Λάμπρου Κατσώνη αναφέρεται και η συμμετοχή Τηνίων ναυτικών. Κατά τον 18ο αιώνα αναπτύχθηκε η βιοτεχνία καλτσών και η μεταξουργία.
Σύμφωνα με την μαρτυρία περιηγητή, κατά το 1790 η εξαγωγή μεταξιού από την Τήνο ανερχόταν σε 12000 οκάδες και η μετανάστευση κατοίκων στη Σμύρνη συνδέεται με το εξαγωγικό εμπόριο των καλτσών στη μικρασιατική πόλη. Η σημαία της επανάστασης του 1821 σηκώθηκε στον Πύργο της Τήνου στις 20 Απριλίου. Οι Τηνιακοί έλαβαν μέρος στη μάχη στα Στύρα της Εύβοιας, αλλά και στις πολιορκίες της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Στη νεότερη ιστορία της Τήνου κυριαρχεί η θαυματουργή εύρεση της εικόνας της Ευαγγελίστριας στις 30 Ιανουαρίου 1823. Μετά και την ανέγερση του ναού της Παναγίας, με την εισφορά χρημάτων και εργασίας από τους κατοίκους (1823-1831), αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα πανελλήνια ορθόδοξα προσκυνήματα.
Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 στο λιμάνι του νησιού τορπιλίστηκε από ιταλικό υποβρύχιο το αντιτορπιλικό «Ελλη» προκαλώντας πανελλήνια συγκίνηση και αγανάκτηση. Τον Οκτώβριο η Ιταλία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ελλάδα.