Τους μύθους των αρχαίων επιβεβαιώνει η αρχαιολογική έρευνα στο νησί τοποθετώντας χρονολογικά την πρώτη ανθρώπινη εγκατάσταση γύρω στα 4000-3000 π.Χ. (Ύστερη Νεολιθική- Πρώιμη εποχή του Χαλκού). Την παρουσία των Μινωιτών στην Κάρπαθο (17ος -15ος αιώνας π.Χ.) μαρτυρούν τα ευρήματα του οικισμού τους στα Πηγάδια και τα δυο αγροτόσπιτα που ανασκάφτηκαν στην Αφιάρτη. Ακολούθησε κατά τον 14ο μέχρι τις αρχές του 13ος αιώνα π.Χ. η άφιξη στο νησί των Μυκηναίων, με την παρουσία τους να δηλώνεται από τον λαξεμένο θολωτό τάφο και τα κεραμικά εργαστήρια που βρέθηκαν στα Πηγάδια. Ακρόπολη των Μυκηναίων υπήρχε και στο λόφο του Παλαιόκαστρου στην Αρκάσα. Ο μινωικός χαρακτήρας των ευρημάτων διατηρήθηκε μέχρι τους ύστερους μυκηναϊκούς χρόνους, αφού η Κάρπαθος εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης υπήρξε μια «γέφυρα» ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη. Ο κατάπλους στη Κάρπαθο των Δωριέων χρονολογείται στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. Σχετικά με τις πόλεις του νησιού κατά τους ιστορικούς χρόνους, στις πηγές αναφέρεται η Βρυκούς που το όνομά της διασώζεται με το παραφθαρμένο Βρουκούς ή Βουργούς, και το Ποτίδαιον που πιθανόν να ταυτίζεται με την σημερινή Κάρπαθο. Στην ονομασία της πόλης ίσως παραπέμπει ο λόφος στο Ποσί με τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, αφού, σύμφωνα με τον Κλαύδιο Πτολεμαίο στο βιβλίο του «Γεωγραφική Υφήγηση», το Ποτίδαιον ονομάζονταν Ποσείδιον και εκεί υπήρχαν μεταξύ άλλων το ιερό της Αθηνάς Λινδίας και το Ιεροθυτείο. Άλλη αρχαία πόλη της Καπράθου ήταν η Αρκέσεια ή Αρκασεία που έχει ταυτοποιηθεί κοντά στην σημερινή Αρκάσα. Κοντά στην Αρκάσα, στον μικρό ναό της Αγίας Σοφίας έγιναν το 1923 ανασκαφές από τον Τζούλιο Γιάκομπιτς για λογαρισμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας και έφεραν στην επιφάνεια σημαντικά ευρήματα της πρωτοχριστιανικής περιόδου.
Μετά τα Μηδικά, η Κάρπαθος το 477 π.Χ. έγινε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας. Οι τρεις πόλεις του νησιού, το «Κοινόν των Ετεοκαρπαθίων», με τους γηγενείς κατοίκους πριν τον ερχομό των Δωριέων, και οι γειτονικοί νησιώτες της Σαρίας συνεισέφεραν στο κοινό συμμαχικό ταμείο. Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το νησί βρισκόταν στην επιρροή της Αθήνας. Παρά τις υπόνοιες για στροφή των Καρπάθιων προς την πλευρά των Σπαρτιατών γύρω στο 413 π.Χ., το νησί παρέμεινε έκτοτε σταθερά κάτω από την Αθηναϊκή ηγεμονία. Η αφοσίωση των κατοίκων στην Αθήνα δηλώνεται και από το ψήφισμα ευγνωμοσύνης των Αθηναίων προς το «Κοινό των Ετεοκαρπαθίων» (406-395 π.Χ.). Αφορμή γι’ αυτό δόθηκε όταν οι Καρπάθιοι πρόσφεραν ένα μεγάλο κυπαρίσσι για την ανοικοδόμηση του παλιού ναού της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Την εποχή των συγκρούσεων των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, η Κάρπαθος βρέθηκε στη δίνη του πολέμου. Μετά την επικράτηση των Ροδίων επί του Δημητρίου του Πολιορκητή (305-304 π.Χ.),το νησί συμπεριελήφθη στη μεγάλη ναυτική και πολιτιστική δύναμη του ροδιακού κράτους.
Η Κάρπαθος ακολούθησε την μοίρα της Ρόδου όταν αυτή το 42 π.Χ. κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Το νησί την εποχή εκείνη, σύμφωνα με τα επιγραφικά ευρήματα, γνώρισε ημέρες ευημερίας αφού οι Ρωμαίοι καταπολέμησαν στις θάλασσές της την πειρατεία και παραχώρησαν στους κατοίκους της φορολογικές ατέλειες. Η Κάρπαθος εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης φαίνεται ότι αποτελούσε σημαντικό ναυτικό σταθμό που έλεγχε το πέραμα των ρωμαϊκών πλοίων από την νοτιοανατολική Μεσόγειο προς το Αιγαίο Πέλαγος. Την εποχή του Διοκλητιανού (245-313 μ.Χ) το νησί διοικητικά ανήκε στη Provincia Insularum με πρωτεύουσα τη Ρόδο.
Η παρουσία του χριστιανισμού στη Κάρπαθο χρονολογείται αρκετά νωρίς όπως μαρτυρούν τα ευρήματα είκοσι παλαιοχριστιανικών βασιλικών που εντοπίστηκαν στο νησί. Τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και τα γλυπτά της βασιλικής της Αγίας Φωτεινής στην ακτή στο Βρόντι, η βασιλική με το βαπτιστήριο στα Πηγάδια και η Αγία Σοφία με το μωσαϊκό δάπεδο στην Αρκάσα, αποτελούν μεταξύ άλλων απόδειξη της μεγάλης ακμής του νησιού κατά τον 5ο – 6ο αιώνα. Στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. υπήρχε οργανωμένη Εκκλησία στη Ρόδο με επικεφαλής τον επίσκοπο Φωτεινό. Στην Α’ Οικουμενική σύνοδο το 325 στη Νίκαια παρευρισκόταν ο επίσκοπος Ρόδου Ευφρόσυνος. Η ευημερία, όμως, των πρωτοχριστιανικών χρόνων του νησιού διακόπηκε βίαια τον 7ο αιώνα με τις επιδρομές των Περσών του Χοσρόη (620), των Αράβων του Μπαζία (624) και των Σαρακηνών.
Μια σημαντική μορφή της εποχής εκείνης ήταν ο Αγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος που μάλλον ταυτίζεται με τον επίσκοπο της Καρπάθου Ιωάννη που συνυπέγραψε το 680 μ.Χ τα πρακτικά της ΣΤ’ Οικουμενικής συνόδου στη Κωνσταντινούπολη. Η μοίρα του νησιού επιδεινώθηκε ύστερα από την κατάληψη της Κρήτης το 824 από τους Άραβες. Τότε παρατηρήθηκε η εγκατάλειψη των παράλιων οικισμών και η μετοίκηση των κατοίκων στην ενδοχώρα του νησιού για λόγους ασφαλείας. Τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και μαζί η Κάρπαθος γνώρισαν καλύτερες ημέρες όταν το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς απελευθέρωσε την Κρήτη. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλιάτης μάλιστα κατέγραψε τη συμβολή δυο πλοίων από την Κάρπαθο στην καθοδήγηση του βυζαντινού στόλου το καλοκαίρι του 960 από την Ίο στην πορεία του προς τη Κρήτη.
Μετά τον διαμελισμό το 1204 της Ρωμανίας, δηλαδή του βυζαντινού κράτους, από τους βαρόνους της Δ΄Σταυροφορίας, ο Λέων Γαβαλάς αυτοανακηρύχθηκε «άρχοντας» της Ρόδου και της Καρπάθου και «καίσαρας» των Σποράδων. Η ηγεμονία της τοπαρχίας αυτής διατηρήθηκε μέχρι το 1226 όταν ο στόλος του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ’ Βατάτζη ανάγκασε τον Λέοντα να αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Νικαιατών. Τελικά Το 1234 ο Λέων προσεταιρίστηκε τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας με αντάλλαγμα την παροχή προστασία της από τις επιθέσεις της Νίκαιας. Ο ίδιος και ο αδελφός του Ιωάννης κατείχαν την Κάρπαθο μέχρι το 1256 για να τους διαδεχτούν αργότερα στην εξουσία του νησιού οι Γενουάτες Ανδρέας και Λουδοβίκος Μαρέσκο (1282-1306). Το 1306 το νησί μετά την αιχμαλωσία του Ανδρέα Μορέσκο περιήλθε στον κρητοβενετσιάνο άρχοντα Ανδρέα Kορνάρο. Ύστερα από μια περίοδο διεκδικήσεων του νησιού από τους Μαρέσκο και την κατάληψή του για τέσσερα χρόνια από τους Ιωαννίτες ιππότες, το 1316 ξανακερδήθηκε από τους Κορνάρους. Η εξουσία τους στην Κάρπαθο τερματίστηκε το 1538 κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου με την απόβαση στο νησί των Οθωμανών, κάτω από την αρχηγία του θρυλικού πειρατή Xαϊρεντίν Mπαρμπαρόσα.
Νεότερη περίοδος
Η Κάρπαθος την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης αγωνίστηκε να διατηρήσει τα προνόμια που τις είχαν παραχωρηθεί αρχικά από τον Σουλτάνο. Η αυτοδιοίκηση στο νησί ασκείτο από τους δημογέροντες και τους προεστούς, που αναλάμβαναν την είσπραξη του φόρου της δεκάτης (μαχτού) και την απόδοσή του στον τοπικό οθωμανό «ζαμπίτη». Η Κάρπαθος επαναστάτησε την 4η Μάιου 1821 και οι κάτοικοί της έδωσαν σημαντικές εισφορές στον Αγώνα. Το νησί το 1823 αποτέλεσε μέλος της επαναστατικής ελληνικής πολιτείας με έπαρχο τον Γρηγοριάδη, ενώ αργότερα ανήκε στην επαρχία της Σαντορίνης. Το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που καθόριζε τα σύνορα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, περιήλθε ξανά στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς το 1912 άνοιξε ένα ακόμη δύσκολο κεφάλαιο στην ιστορία του νησιού που στα ιταλικά ονομάζονταν Scarpanto. Το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι από το 1937 επέβαλε την απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, την εξορία πολλών δασκάλων και την υποχρεωτική εκμάθηση της ιταλικής στο πλαίσιο της πολιτικής εξιταλισμού του. Οι Γερμανοί σε όλη τη διάρκεια του πολέμου διατήρησαν στο νησί στρατιωτική φρουρά παράλληλα με την επίσημη ιταλική διοίκηση. Όταν αποχώρησαν, οι κάτοικοι στις Μενετές εξεγέρθηκαν στις 5 Οκτωβρίου 1944, αφόπλισαν τους Ιταλούς και πρώτοι από όλους τους Δωδεκανήσιους κήρυξαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Ύστερα από μια σύντομη παρουσία του βρετανικού στρατού στο νησί, με την συνθήκη των Παρισίων του 1947, η Κάρπαθος μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα περιήλθε από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Μουσική, χορός, αρχιτεκτονική
Σήμερα η οικονομία του νησιού εκτός από τον τουρισμό και το εμπόριο, στηρίζεται κυρίως στο μεταναστευτικό συνάλλαγμα των ξενιτεμένων Καρπάθιων που άφησαν το νησί τους μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Σπουδαίο παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού τα τελευταία χρόνια αποτελούσαν οι συντάξεις των επαναπατρισμένων κατοίκων του νησιού που ξόδεψαν τα νιάτα τους εργαζόμενοι στις Η.Π.Α και τον Καναδά. Αν και οι γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες στο νησί έχουν σημαντικά περιοριστεί με τους κατοίκους να παρακολουθούν τον σύγχρονο τρόπο ζωής, εν τούτοις οι Καρπάθιοι που ζουν στο νησί, αλλά και οι ξενιτεμένοι διατηρούν ζωντανή την σχέση τους με την τοπική πολιτιστική παράδοση και ιστορία. Στο νησί επιβιώνει μια μοναδική ποικιλία τραγουδιών, οργανικών μελωδιών και χορών που το καθιστούν μια νησίδα διατήρησης όλων των μορφών του λαϊκού μας πολιτισμού. Ακόμα και στις μέρες μας στους γάμους και στα ξακουστά καρπαθιακά πανηγύρια ακούγεται ο ήχος της αχλαδόσχημης λύρας, του βιολιού, της τσαμπούνας και του λαούτου που παίζουν παραδοσιακούς στερεότυπους σκοπούς, με τους τραγουδιστές να προσαρμόζουν επάνω τους αυτοσχέδια δίστιχα που εκφράζουν μια ποικιλία συναισθημάτων. Ιδιαίτερο επίσης ενδιαφέρον έχουν τα γλωσσικά ιδιώματα της Καρπάθου που σύμφωνα με τους γλωσσολόγους επιβιώνουν σ’ αυτά αρχαία δωρικά κατάλοιπα. Η έντονη φυσική διαμόρφωση του νησιού που δυσκόλευε την επικοινωνία ανάμεσα σε επί μέρους περιοχές, οδήγησε στη διαφοροποίηση των διαλέκτων. Χωρίς υπερβολή η Κάρπαθος σύμφωνα με τον καθηγητή Κωνσταντίνο Μηνά αποτελεί μια ξεχωριστή νησίδα της ελληνικής διαλεκτολογίας, το δε χωριό της Ολύμπου μια γλωσσική νησίδα μέσα στην Κάρπαθο.
Ξεχωριστό κομμάτι της τοπικής ιστορίας της Καρπάθου αποτελεί η λαϊκή αρχιτεκτονική των οικισμών του νησιού. Πολλά οφείλουμε στον τοπικό ιστορικό και λαογράφο Μ.Γ. Μιχαηλίδη – Νουάρο που τον μεσοπόλεμο κατέγραψε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καρπάθικου σπιτιού με τις παραλλαγές του στη βόρεια και τη νότια πλευρά του νησιού. Το αρχοντικό καρπαθιακό σπίτι αποτελείται από το διμερές σπίτι που αποτελεί συνδυασμό του «μεγάλου» και του «μικρού» σπιτιού που είναι χτισμένα στη μια πλευρά της αυλής, το δε «κελλί» με τον «φούρνο» συνδέονται μαζί τους σε σχήμα Γάμμα. Το «μεγάλο» σπίτι με τον ανάλογο πλούσιο διάκοσμο και εξοπλισμό προορίζονταν για την υποδοχή των ξένων στις γιορτές της οικογενείας, παραμένοντας κλειστό τον υπόλοιπο χρόνο εκτός από ειδικές περιστάσεις. Το «μικρό» σπίτι που ήταν «συρτό»-κολλημένο με το μεγάλο ήταν αφιερωμένο στη καθημερινή ζωή της οικογένειας. Είχε όλα τα χρειαζούμενα, τον «κούμελο»-τζάκι, τον σοφά για τον ύπνο, και τον «αποκρίατο» που ήταν ένα στενόμακρο ξύλινο σκαλιστό ράφι με όλα τα αναγκαία σκεύη. Ο χαμηλός «φούρνος» πλάι στο μικρό σπίτι εξασφάλιζε τον επιούσιο άρτο της οικογένειας.
Θα ήταν επίσης παράλειψη αν δεν αναφερθεί το ιδιαίτερο εθιμικό κληρονομικό δίκαιο που εφαρμόστηκε στο νησί, και το οποίο παρά τις αντίθετες διατάξεις του σημερινού ισχύοντος Αστικού Κώδικα, φαίνεται να κρατά ακόμη άτυπα ισχυρές ρίζες στο νησί. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το έθιμο των πρωτοτοκίων, ο σύζυγος προίκιζε το πρώτο γιό που ονομάζονταν «κανακάρης» με την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Η δε σύζυγος υποχρεωνόταν να προικίσει με όλη την περιουσία που είχε αποκτήσει από την μητέρα της την πρωτότοκη κόρη, που αποκαλείτο «κανακαριά», και η οποία βέβαια έπαιρνε το βαπτιστικό όνομα της γιαγιάς της μητέρας της. Το έθιμο αυτό αποσκοπούσε στη διατήρηση της ακεραιότητας της περιουσίας που είχε κληρονομηθεί στον κάθε σύζυγο από τους γονείς του, ενώ παράλληλα απέτρεπε τη συνεχή κατάτμηση της κληρονομούμενης γης που σε αντίθετη περίπτωση η εκμετάλλευσή της θα ήταν ασύμφορη.