Ταξίδι στην ιστορία

Από τον 8ο αιώνα έως και τους Περσικούς πολέμους η Πάρος γνώρισε περιόδους ακμής. Οι πηγές καταγράφουν το ρόλο που έπαιξε στον πόλεμο στο Ληλάντιο πεδίο (7ος-8ος αιώνας). Οι Πάριοι ίδρυσαν αποικία στη Θάσο (680 π.Χ.), ομώνυμη με το νησί πόλη στον Πόντο, αλλά και την Φάρο στην Αδριατική. Σημαντικό ρόλο στην ευμάρεια της Πάρου κατά την αρχαιότητα έπαιξαν τα λατομεία του περίφημου «λιχνίτη», όπως ήταν γνωστό το παριανό μάρμαρο. Στο νησί γεννήθηκαν οι διάσημοι αγαλματοποιοί Σκόπας και Αγοράκριτος και οι ζωγράφοι Νικάνωρ και Αρκεσίλαος. Πάριος ήταν και ο μεγάλος λυρικός ποιητής Αρχίλοχος.

Με το νησί συνδέεται και το περίφημο «Πάριον Χρονικό» ή «Μάρμαρον». Πρόκειται για μια ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα, του μυθικού πρώτου βασιλιά της Αθήνας. Το Πάριο Χρονικό βρέθηκε τον 1627 πάνω σε μια κολοβωμένη στήλη, μεταφέρθηκε από τον κόμη του Arundel στη Σμύρνη, μετά στο Λονδίνο, για να καταλήξει τελικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Την εποχή των Μηδικών πολέμων η Πάρος έγινε αγκυροβόλιο του Περσικού στόλου. Οταν ο Μιλτιάδης την πολιόρκησε με 70 πλοία οι Παριανοί συμφώνησαν να παραδοθούν. Αρνήθηκαν, όμως, όταν όμως είδαν μεγάλη φωτιά από την πλευρά της Μυκόνου, γιατί θεώρησαν ότι οι Πέρσες ήταν κοντά και θα προσέτρεχαν σε βοήθειά τους. Ετσι έμεινε παροιμιώδης η φράση «αναπαριάζειν» γι’ αυτούς που αθετούν τις υποσχέσεις τους.

Το νησί κατέλαβε ο Θεμιστοκλής και το ενέταξε στη Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ αργότερα πήρε μέρος στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία (377 π.Χ). Το 357 π.Χ. οι Πάριοι σε συνεννόηση με τους Χιώτες απομακρύνθηκαν από την επιρροή της Αθήνας. Από το 338 π.Χ. η Πάρος περιήλθε διαδοχικά στην κυριαρχία των Μακεδόνων, των Πτολεμαίων, του Μιθριδάτη και των Ρωμαίων (140 π.Χ.). Με την έλευση του χριστιανισμού στο νησί σχετίζεται, σύμφωνα με την παράδοση, η ανέγερση της Παναγίας Εκατονταπυλιανής ή Καταπολιανής στην Παροικιά. Η παράδοση θέλει να κτίζεται από τον Μέγα Κωνσταντίνο που έτσι εκπλήρωσε το τάμα της μητέρας του Αγίας Ελένης, όταν ύστερα από θαλασσοταραχή προσορμίστηκε στην Πάρο, κατά το ταξίδι της στα Ιεροσόλυμα, το 326, για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Ο Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα ανοικοδόμησε τον μεγαλοπρεπή ναό της τρίκλιτης βασιλικής που συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία.

Οταν το 1207 ο Μάρκος Σανούδος ίδρυσε το Δουκάτο της Νάξου ως αποτέλεσα της Δ΄ Σταυροφορίας, η Πάρος μαζί με άλλα κυκλαδονήσια εντάχτηκε σ’ αυτό. Το 1389 δόθηκε ως προίκα από τη δούκισσα Φιορέντζα Σανούδου στη μοναχοκόρη της Μαρία, όταν παντρεύτηκε τον Γάσπαρο Σομμαρίπα. Το 1414 δόθηκε στον πρωτότοκο γιο της Μαρίας, Κρουσίνο Σομμαρίπα, και αργότερα κύριος του νησιού έγινε ο οίκος των Βενιέρι. Με την εποχή της φραγκοκρατίας στο νησί συνδέεται η ανέγερση των κάστρων στο λιμάνι της Νάουσας, στον Κέφαλο και την Παροικιά. Το 1537 το νησί γνώρισε την ληστρική κατάληψη από τον Χαίρεντίν Μπαρμπαρόσα. Υστερα από την ηρωική άμυνα του Βερνάρδου Σαγρέδου στο κάστρο του Κεφάλου, οι Τούρκοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, αφού σκότωσαν τους ηλικιωμένους, πήραν τους νέους για να επανδρώσουν ως κωπηλάτες τα τούρκικα κάτεργα. Με το τέλος της βενετικής κυριαρχίας στις Κυκλάδες, η Πάρος παραχωρήθηκε έναντι πληρωμής φόρου στον Εβραίο Ιωσήφ Νάζι (1566-1579).

Στα ασφαλή λιμάνια του νησιού κατά την τουρκοκρατία έβρισκαν καταφύγιο διάφοροι πειρατές που λυμαίνονταν τις θάλασσες των Κυκλάδων. Με αφορμή την καταδίωξή τους ο καπουδάν πασάς Μουσταφά Καπλάν λεηλάτησε το 1666 την Παροικιά, σύλησε την Εκατονταπυλιανή και εξανδραπόδισε 400 Παριανούς. Πάντως, από το 1580, ύστερα από αίτημα των κατοίκων του νησιού, παραχωρήθηκαν προνόμια από τον Σουλτάνο που οδήγησαν στην ανάπτυξη αυτοδιοικητικών θεσμών και στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι από την Πάρο κατάγονταν 6 δραγουμάνοι του οθωμανικού στόλου που αναπλήρωναν τον καπουδάν πασά στη διοίκηση του Αιγαίου. Ο Κωνσταντίνος Βεντούρας και πέντε μέλη της οικογένειας Μαυρογένη κατείχαν αυτή τη θέση.

Κατά την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) στο λιμάνι της Νάουσας είχε τη ναυτική του βάση ο ρωσικός στόλος με ναυάρχους τον Ορλώφ και Σπυριδώφ. Τη σημαία της Επανάστασης στο νησί σήκωσε ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος στις 24 Απριλίου 1821, ενώ εκεί πέθανε το 1840 η θρυλική Μαντώ Μαυρογένους.