Η ζωή στο Αιγαίο

Στο Αιγαίο, οι θαλάσσιες επικοινωνίες φτάνουν πολύ πίσω στο χρόνο, στις αρχές της νεολιθικής εποχής. Σαφείς μαρτυρίες και νεότερες έρευνες κάνουν σίγουρη την ύπαρξη εκτεταμένου εμπορίου πρώτων υλών από εκείνη την περίοδο. Εκτός της οικονομικής, υπήρχε και πολιτισμική συνομιλία κατά τη διάρκεια των αιώνων μεταξύ των νησιών με τις απέναντι, αλλά και τις πιο απομακρυσμένες, στεριές. Οι κάτοικοι των νησιών, οι έμποροι και οι ναυτικοί ήταν αδύνατο να επιβιώσουν δίχως αυτή την επαφή. Αρρηκτοι δεσμοί συνέδεαν τις ζωές τους, σε όλα τα επίπεδα με τον κόσμο της Μικράς Ασίας και των παραλίων της. Δεσμοί που έσπασαν και δρόμοι επικοινωνίας που σφραγίστηκαν απότομα μετά το 1922.

Οι ναυτικοί και οι έμποροι του Αιγαίου

Ο Αν. Τζαμτζής στη μελέτη του «Ναυτιλία, μια σύγχρονη διαχρονική θεώρηση» αναφέρει πως ήδη από το 7000 π.Χ. γινόταν μακρινά ναυτικά ταξίδια. Ενας από τους θαλάσσιους δρόμους συνέδεε την Αργολίδα με τη Μήλο. Οψιδιανός από τη Μήλο έχει βρεθεί στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας. Ταξίδια μεγάλων αποστάσεων γίνονταν εντός και εκτός Αιγαίου, στη Δυτική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Ηδη από την πρώιμη εποχή του Χαλκού, την τρίτη χιλιετία π.Χ., προϊόντα της τέχνης του Κυκλαδικού Πολιτισμού, μαρμάρινα ειδώλια, λίθινα αγγεία, πήλινοι αμφορείς γεμάτοι τρόφιμα, συχνά εντοπίζονται σε άλλους τόπους, μακριά από εκεί όπου δημιουργήθηκαν. Σημαντικά λιμάνια και εμπορικά κέντρα των προϊστορικών χρόνων, η εμβέλεια ορισμένων ξεπερνά τα στενά όρια του Αιγαίου, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας.

Το ταξίδι στο Αιγαίο, για τους νησιώτες ναυτικούς αλλά και για τους διερχόμενους, είναι δύσκολο έως και επικίνδυνο. Τα πλοία κινούνται με κουπιά, κάνοντας δύσκολα τα ταξίδια. Το ιστίο, η πλεύση με πανιά, ανακαλύφθηκε στις αρχές της επόμενης χιλιετίας. Στα μακρινά ταξίδια τους οι νησιώτες συναντούσαν και γνώριζαν άλλους ανθρώπους, έρχονταν σε επαφή με άλλες νοοτροπίες και μπορούσαν να διευρύνουν τους ορίζοντες της ζωής τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι πιο πολλοί από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ήταν κοσμογυρισμένοι έμποροι και ναυτικοί.

Από την εποχή του Βυζαντίου, αλλά και αργότερα, τα περισσότερα μεγάλα λιμάνια ανήκαν στους Λατίνους. Οι ναυτικοί, στη χάραξη της πορείας τους, έπρεπε να λάβουν υπόψη την εθνικότητα των πλοίων, τις καλές ή όχι σχέσεις μεταξύ των νησιών, τα τοπικά έθιμα και τους κανόνες συμπεριφοράς, την ηθική των νησιωτών. Ο καθηγητής Μιχαηλίδης-Νουάρος μας πληροφορεί ότι σύμφωνα με τους ναυτικούς νόμους της Αρχαίας Ρόδου, λιμάνι μεγάλης στρατηγικής σημασίας, η ζημιά που προκαλείται από την απόρριψη φορτίου εξαιτίας κινδύνου μοιράζεται εξίσου σε όλους όσους έχουν φορτίο στο πλοίο. Ο άγραφος αυτός νόμος σήμερα αποτελεί έναν από τους βασικούς κανόνες των θαλάσσιων μεταφορών που εφαρμόζονται διεθνώς.

Νησιά όπως η Πάρος, η Νάξος, η Ρόδος, και η Θήρα ανέπτυξαν σημαντική αποικιακή δραστηριότητα ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., έχοντας ήδη κυριαρχήσει έναντι των Φοινίκων στα θαλασσινά σταυροδρόμια του Αιγαίου. Λίγο πιο μετά, στην αρχαϊκή εποχή (7ος – 6ος αι. π.Χ.) οι Κυκλάδες γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή με την ίδρυση αποικιών, αναπτύσσοντας το εμπόριο και διακινώντας τα προϊόντα τους σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου.

Από την εποχή του ερχομού των Λατίνων στο αρχιπέλαγος, τον 13ο αιώνα, κωπήλατα σκάφη πήραν τη θέση των παλαιότερων βυζαντινών δρομώνων, των πλοίων του στόλου της Κωνσταντινούπολης που επί αιώνες ήταν το νικηφόρο πολεμικό σκαρί της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά τον 16ο αιώνα περάσαμε από τα κουπιά στα πανιά, με τα ιστιοφόρα να εκτοπίζουν τα παλιά κωπήλατα πλοία στους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου και όλης της Μεσογείου.

Η πειρατεία και οι εξαγωγές

Από τον 16ο αιώνα η πειρατεία είχε γίνει η πιο διαδεδομένη ναυτική απασχόληση με τα σκάφη της εποχής να είναι ταυτόχρονα εμπορικά και πειρατικά. Οι Κυκλάδες κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας απολάμβαναν ένα ειδικό καθεστώς προνομίων, που τους έδινε τη δυνατότητα να κατασκευάζουν πλοία και να τα εξοπλίζουν για να αντιμετωπίζουν τους πειρατές. Η επάνδρωση τουρκικών πλοίων με νησιώτες στους δύο ενετοτουρκικούς πολέμους (1645-1669) και η αξιοποίησή τους σε εμπορικά και πειρατικά πλοία τους έδωσε τις απαραίτητες ναυτικές γνώσεις και συνέβαλλε στην κατοπινή ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας.

Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι θαλάσσιες μεταφορές άνθισαν και μαζί τους αναπτύχθηκε η ξυλοναυπηγική -τουλάχιστον μέχρι την εμφάνιση των χαλύβδινων ατμόπλοιων της επόμενης περιόδου. Τον 18ο αιώνα το εξαιρετικό κρασί που παρήγαγε η ηφαιστειακή γη της Σαντορίνης που άντεχε τα μακρινά ταξίδια ταξίδευε προς τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ρωσία. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν να εμπορεύονται κρασί η Πάρος και η Τζια. Τον 19ο αιώνα, νησιά με ναυτική παράδοση όπως η Σύμη, η Κάλυμνος, το Καστελόριζο, η Χάλκη, διακρίθηκαν χάρη στην σπογγαλιεία και το εξαγωγικό εμπόριο των σπόγγων. Η Κως είχε ανεπτυγμένη ναυτιλία και διαμετακομιστικό εμπόριο. Συμιακοί και Καλύμνιοι έμποροι σπόγγων ίδρυσαν εμπορικούς οίκους στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Οδησσό και την Τεργέστη, ήλεγχαν το παγκόσμιο εμπόριο σπόγγων και τα νησιά τους στο Αιγαίο ευημερούσαν. Στην Κάσο οι πρώτοι καραβοκύρηδες ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τη γειτονική Κρήτη, ενώ η Πάτμος και η Λέρος συνδέθηκαν εμπορικά με την Κωνσταντινούπολη και την Αίγυπτο.

Τα πιο πολλά λιμάνια του Αρχιπελάγους λειτουργούσαν στην Ενετοκρατία και στην Τουρκοκρατία ως ενδιάμεσοι σταθμοί προς τα μεγάλα κέντρα της περιόδου και ως εσωτερικοί σταθμοί ενός δυναμικού εμπορικού δικτύου στο πλαίσιο του Αρχιπελάγους που έφτασε στο απόγειο της ακμής του στα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τότε, την πρωτιά στα εμπορικά λιμάνια δεν κατείχε ο Πειραιάς αλλά η Ερμούπολη της Σύρου.

Εποχικοί και μόνιμοι μετανάστες

Τους δυο περασμένους αιώνες, οι κλειστές νησιώτικες κοινωνίες ανοίγονταν προς τον έξω κόσμο και με έναν άλλο τρόπο: Τη μετανάστευση. Αυτή είχε στόχο, βέβαια, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την οικονομική ενίσχυση των οικογενειών που έμεναν πίσω. Μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατηγορίες μεταναστών: Τις περιπτώσεις οικογενειακής και μόνιμης εγκατάστασης στον τόπο υποδοχής όπου οι μετανάστες σπάνια ξαναγύρισαν στα πάτρια εδάφη, και -την αντιπροσωπευτικότερη κατηγορία- την μετανάστευση μεμονωμένων ατόμων, κυρίως ανδρών παραγωγικής ηλικίας, που μετακινούνταν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με στόχο την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. Η εποχική μετανάστευση για λόγους εργασίας ήταν γενικά διαδεδομένη στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Ηδη από τον 18ο αιώνα υπήρχαν οικισμοί των οποίων οι κάτοικοι ασχολούνται με μια και μόνο τέχνη, μ’ ένα επάγγελμα στο οποίο και εξειδικεύονταν, δημιουργώντας συντεχνίες που ταξίδευαν για να εργαστούν σ’ ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, όπως κτιστάδες γεφυριών, εκκλησιών κ.ά. Ομάδες μαστόρων νησιωτών μετανάστευσαν προσωρινά στη Μικρά Ασία, ταξίδεψαν σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και, λίγο αργότερα, στις πρωτεύουσες των νομών και στην Αθήνα.

Η πλειοψηφία των εποχικά μετακινούμενων ασχολείτο με εργασίες της οικοδομής. Υπήρχαν και εξειδικεύσεις κατά νησί: Κεραμουργοί και αγγειοπλάστες οι Σιφνιοί, βαρελάδες οι Σαντορινιοί, οι Παριανοί αλλά και οι Νιώτες που ταξίδευαν προς τα Μεσόγεια «την εποχή της μουστιάς». Τηνιακοί οι μαρμαροτεχνίτες και οι λιθοξόοι, δημιουργοί θαυμαστών μνημείων. Κτίστες από την Ανδρο και τη Σίφνο. Αναφιώτες κτιστάδες, μάλιστα, ήρθαν στην Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα για την ανοικοδόμηση της νεοσύστατης, τότε, πρωτεύουσας της Ελλάδας και διαμόρφωσαν το δικό τους μικροσυνοικισμό κάτω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, τα λεγόμενα Αναφιώτικα.

Μια άλλη ομάδα μετακινούμενων αφορούσε υπηρέτριες, ή ψυχοκόρες, νεαρές κοπέλες που λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων ή για να εξασφαλίσουν την προίκα τους, έφευγαν από το νησί τους: την Ανδρο, την Τήνο, τη Σέριφο, την Ίο, τη Φολέγανδρο, με προορισμό τον Πειραιά, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο. Κάποιες από αυτές επέστρεφαν περιζήτητες νύφες, οι περισσότερες όμως όχι. Η μόνιμη μετανάστευση ήταν η απάντηση στη φτώχεια και στις δυσκολίες του αγροτικού επαγγέλματος, ιδίως στα μικρότερα νησιά. Ενδεικτικά, η οικονομική δυσπραγία και η καταπίεση που ένιωθαν οι Δωδεκανήσιοι υπό την ιταλική κατοχή, ώθησε μέσα σε σαράντα χρόνια ογδόντα με εκατό χιλιάδες πληθυσμού στη μετανάστευση. Προορισμός τους ήταν τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, αλλά και χώρες του εξωτερικού με προτίμηση την Αμερική, την Αυστραλία, την Αίγυπτο. Το μοναδικό κίνητρο παλιννόστησης των μεταναστών και η απάντηση στην τραγική μείωση του πληθυσμού των νησιών, ήταν η επερχόμενη ανάπτυξη του τουρισμού.

Η τουριστική ανάπτυξη

Η σταδιακή ανάπτυξη του τουρισμού ήρθε σαν απάντηση στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που αντιμετώπιζαν μεταπολεμικά πολλοί από τους νησιώτες. Πρωταρχικός στόχος ήταν το συνάλλαγμα και μέσω αυτού η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων που έως τότε ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη ναυτιλία. Δεύτερος στόχος ήταν η διακοπή του μεταναστευτικού κύματος και η αύξηση του μόνιμου πληθυσμού στα νησιά. Ο τουρισμός, από κοινωνικό φαινόμενο που αφορούσε ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών στις δεκαετίες του ’50 και ’60, έγινε τις τελευταίες δεκαετίες προσιτός στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού μέσω του μαζικού καλοκαιρινού τουρισμού των τριών “S” (Sun, Sand, Sea), με τα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα του Νότιου, να αποτελούν ένα ισχυρό πόλο έλξης.

Σήμερα το Αιγαίο παρουσιάζει μια σύνθετη εικόνα: Περιοχές μαζικού τουρισμού συνυπάρχουν με άλλες λιγότερο ανεπτυγμένες, που αντιμετωπίζουν την απομόνωση κατά τους χειμερινούς μήνες. Νησιά κοσμοπολίτικα δίπλα στα ακριτικά και σε κείνα της «άγονης γραμμής». Νησιά με τοπικές ιδιαιτερότητές, χώροι αποκλειστικά πολιτισμού, όπως της Δήλου, τόποι όπου ο τουρισμός είναι πλέον «μονοκαλλιέργεια», δημοφιλείς προορισμοί για τους κοσμικούς και όχι μόνο, όπως αυτός της Μυκόνου, που μια ανάσα τον χωρίζει από το θρησκευτικό τουρισμό της Τήνου. Ναυτικά νησιά όπως της Καλύμνου, τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους σαν της Σαντορίνης, με μαζικό τουρισμό όπως της Πάρου, της Ρόδου, της Νάξου και της Κω, αλλά και με ηπιότερο όπως της Σχοινούσας, της Ηρακλειάς, της Χάλκης, της Λέρου, της Θηρασιάς. Κάποιες νησιωτικές κοινωνίες ανθίστανται ακόμη στη φρενήρη τουριστική ανάπτυξη, ή απλώς δεν ακολουθούν τους ίδιους ρυθμούς με άλλα νησιά στο πέρασμα των χρόνων.

Το Αιγαίο προσέλκυσε αρκετούς αλλοδαπούς που το γνώρισαν ως επισκέπτες όχι μόνο να εγκατασταθούν σε νησιά αυτοαπασχολούμενοι με τον τουρισμό ή τις καλές τέχνες, αλλά και να παντρευτούν με ντόπιους και ντόπιες. Πολλοί μελετητές όπως ο Π. Τσάρτας, επισημαίνουν πως τα αποτελέσματα του τουρισμού, θετικά και αρνητικά διαφέρουν ως προς το είδος και την έντασή τους ανάλογα με την ταχύτητα όπου μια περιοχή περνάει από το αρχικό στάδιο της «ανακάλυψης» στο στάδιο του μαζικού τουρισμού. Η τουριστική ανάπτυξη επιδρά σημαντικά στη φυσική και πολιτισμική κληρονομιά, το δομημένο περιβάλλον, την τοπική οικονομία και κοινωνία. Πολλοί είναι εκείνοι που τη συνδέουν με αλλοιώσεις ή εγκατάλειψη εθίμων και τοπικών παραδόσεων, ιδιαίτερα στις μικρές και απομονωμένες νησιωτικές κοινωνίες. Αλλοι, πάλι, τονίζουν τα πολύ σημαντικά θετικά της, όπως η αύξηση των εισοδημάτων, η επαφή με νέες ιδέες και τρόπους ζωής, η οικονομική ανεξαρτητοποίηση νέων και γυναικών μέσω της εργασίας τους σε τουριστικούς τομείς. Φαίνεται τελικά η λύση είναι η εφαρμογή των αρχών της αειφορικής ανάπτυξης για ένα βιώσιμο τουριστικό προϊόν που αναπτύσσεται ήπια χωρίς ανεπιθύμητες επιπτώσεις στο φυσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον.

Κείμενο: Δρ Μάριος Θεοδωρακάκης

Βιβλιογραφία

Braudel F., Η μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, τ. Α΄, μτφ. Κ. Μιτσοτάκη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1991.

Γκόλτσιου Αικ., «Αιγαιακό τοπίο», Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγου του Αιγαίου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 29/6/2005.

Λογοθέτης Μ., Δωδεκάνησα, ένα πολύμορφο πρόσωπο βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, τυπ. «Τέχνη», Ρόδος, 2004.

Μιχαηλίδης-Νουάρος Γ., «Μια ένδοξη σελίδα της νομικής ιστορίας της Ρόδου», Νομικό Βήμα, 33, 1985, σσ. 209-214.

Μαρμαράς Μ., «Η ανθρωπογεωγραφία των αλλοδαπών στις Κυκλάδες, μια πρώτη προσέγγιση», Σύγχρονα Θέματα, Περίοδος Β΄, χρόνος 19ος, Απρίλιος-Ιούνιος 1997, τχ.63.

Μπελαβίλας Ν., «Το δίκτυο θαλασσίων δρόμων και λιμανιών κατά την ενετοκρατία και τουρκοκρατία στις Κυκλάδες», Κυκλάδες, Ιστορία του Τοπίου και Τοπικές Ιστορίες, Κέντρον Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος – Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 1998, σσ. 343-360.

Σβορώνος, Ν., «Μια αναδρομή στην ιστορία του Αιγαιακού χώρου», Το Αιγαίο, Επίκεντρο Ελληνικού Πολιτισμού, Μέλισσα, Αθήνα, 1992.

Σημαντώνη-Μπουρνιά Ε., «Οι Κυκλάδες από τους Πρώιμους Ιστορικούς Χρόνους», Κυκλάδες, Ιστορία του Τοπίου και Τοπικές Ιστορίες, Κέντρον Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος – Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 1998, σσ. 173-207.

Τζαμτζής Αν. «Ναυτιλία, μια σύγχρονη διαχρονική θεώρηση», Το Αιγαίο, Επίκεντρο Ελληνικού Πολιτισμού, Μέλισσα, Αθήνα, 1992.

Ταρσουλή Α., Δωδεκάνησα, τόμ. Β΄ , Αθήνα 1947 σ. 311.

Τσάρτας Π., «Σχεδίασμα των σταδίων ανάπτυξης το τουρισμού στο Νομό Κυκλάδων», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 7, 1998.

Φραγκούλη Δ., – Νιώτικη Κοινωνία: Εικόνες του Χθες και του Σήμερα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2002. «Οικονομικός και κοινωνικός μετασχηματισμός στην Ίο: από την οικονομία της συντήρησης κοινωνία στην κοινωνία της κατανάλωσης μέσω του τουρισμού», Εθνολογία τ. 11/2004-2005, Αθήνα, 2005.

Φραγκούλη Δ. ΜSc, Λεύκωμα Νησιώτες Νότιο Αιγαίο, της σειράς Ρίζες Ελλήνων /Εκδοση της Πήγασος Εκδοτική