Ο απλωμένος στα ΒΔ οικισμός είναι, ίσως, το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εξωχωρίτικης αρχιτεκτονικής στο Νότιο Αιγαίο. «Εξω Χώρα» καλείται παραδοσιακά η ύπαιθρος, οι εκτάσεις που απλώνονται γύρω και πέρα από την οχυρωμένη πρωτεύουσα του νησιού.
Η Πάνω Μεριά είναι ένα ολοζώντανο λαογραφικό μουσείο. Με ξερολιθιές, αυτόνομες μικρές κατοικίες, περιβολάκια και πεζούλια καλλιεργημένα με μεγάλο κόπο, μπακάλικα και ταβερνάκια που μοιάζουν βγαλμένα από παιδικές αναμνήσεις.
Η γεωγραφική απομόνωση και το άγονο των εδαφών καθόρισαν εδώ τις συνθήκες διαβίωσης. Τα παλιά υποστατικά έγιναν μόνιμες κατοικίες μόνο όταν κόπασαν οι πειρατικές επιδρομές, δηλαδή από το δεύτερο μισό του 19ου αι και μετά. Ονομάζονται «θεμωνιές» και αποτελούν αυτοδύναμες αγροτικές μονάδες πλαισιωμένες από στάβλους, κοτέτσια, φούρνους, αλώνια και λιοτρίβια. Τον καιρό της συγκρότησής τους δεν υπήρχε πλεόνασμα και η οικονομία τους ήταν αναγκαστικά κλειστή. Η ανταλλαγή προϊόντων συχνά αντικαθιστούσε το νόμισμα.
Οι Ανωμερίτες είναι από τους τελευταίους κάτοικους του Νοτίου Αιγαίου που κούρευαν να πρόβατά τους για να φτιάξουν φανέλες και σκεπάσματα, έπηζαν τυρί και έβγαζαν το λάδι τους στηριζόμενοι αποκλειστικά στις δικές τους δυνάμεις. Η παράδοση αυτή με εξαίρεση τους αργαλειούς που έχουν πια παροπλιστεί, συνεχίζεται ως τις μέρες μας.