Sifnos

Η μνήμη…

Η ζωή που ζήσαμε ή δεν ζήσαμε, κατοικεί πάντα μέσα στις ρυτίδες μας.

Οι αναμνήσεις σκάβουν αυλάκια το δάκρυ ή το γέλιο, να θυμόμαστε, να ξεχνάμε!

Η μνήμη ζει μέσα σε μύθους ανείπωτους. Ιστορία άγραφη. Παραδόσεις ξεχασμένες. Διηγήσεις παραμυθάδων που ξέρουν μυστικά τρελών και βασιλιάδων, ταξιδευτών και θέων, αερικών και ανθρώπων.

Όλα αυτά κρύβονται σε μυαλά που δεν γερνούν στο κύμα και στην βροχή, στον άνεμο και στη φωτιά, στα μόρια κόσμου αγέννητου, σε καρδιές που χτυπούν αλλιώτικα και ψυχές που ταξιδεύουν με πανί σκισμένο φθαρμένο και άφθαρτο στο χτες, στο σήμερα, στο τώρα!

Η μνήμη…

Περπατά σε τείχη που βάδισαν ιππότες, σε στενά που διάβηκαν Γίγαντες, σε μονοπάτια που έτρεξε κόρη να σωθεί από κουρσάρο, σε αμμουδιά που Θεός τάχτηκε σε άνθρωπο.

Η Ελλάδα όλη είναι μια μνήμη που ζει σε κορμιά γυναικών που διηγούνται κεντώντας με πολύχρωμες κλωστές τις ρυτίδες τους, τους μύθους τους.

Μαυροφορεμένες γυναίκες με χέρια ροζιασμένα που έχουν χαϊδέψει, οργώσει, ζυμώσει, χαστουκίσει με αγάπη.

Γυναίκες με μαύρη μαντίλα στα άσπρα μαλλιά που έλυσαν σε πανηγύρι, που λουλουδοστόλισαν σε γάμο, που έπλεξαν κοτσίδα σε θάνατο!

Μάνες που πότισαν με το στήθος τους πρωτόγαλα ζωή να αναστηθούν ήρωες!

Ερωμένες που ξεδίψασαν με το στόμα τους την αλμύρα της ξενιτιάς καπεταναίων!

Σύζυγοι που χόρτασαν με την ματιά τους προζύμι της αγάπης σαν έστρωναν τραπέζι κάθε βράδυ την φτώχια!

Κόρες που έβραζαν κόλλυβο τον θυμό στη μνήμη των γονιών που μίσευαν να γίνουν μοιρολόι του Αιγαίου!

Το Αιγαίο…

Το Νότιο Αιγαίο με τα 48 νησιά.

48 ρυτίδες στο πρόσωπο της Κυράς Αλεμίνας από την Σύμη του Αρχιστράτηγου – αγγέλου!

Της Αλεμίνας που το όνομα της σημαίνει νεράιδα.

Της Αλεμίνας που ηλικία δεν έχει και χρόνο δεν μετρά.

Μοναχά ρυτίδες και βελονιές στο κέντημα που ποτέ δεν τελειώνει. Το κέντημα που θέλουν να τους εξηγήσει οι εγγονές με τα 48 σκισίματα στο τζίν, να βγαίνει η σάρκα η φρέσκια , η ρόδινη, η μοσχομυρισμένη!

-Πες γιαγιά Αλεμίνα, τι κεντάς;

-Ένα μύθο, μια ιστορία, ένα άχρονο όνειρο, μια σκιά που ψιθυρίζει τα βράδια σε τοίχο μουχλιασμένο, χτισμένο με όστρακο να μην κατακτιέται κατά πως κατακτήθηκα, μια μνήμη που καβαλικεύει άτι μαύρο στο μαύρο της νύχτας και διασχίζει κύματα σαν τα δικά μου, τα σαράντα που πέρασα.

Γελά πονηρά σαν κοριτσάκι η αιωνόβια νησιώτισσα κυρά.

Τα μάτια τα γαλανά που έχουν και τις 36 αποχρώσεις του Αιγαίου μέσα τους σκαλώνουν στο μπαούλο απέναντι της το ξύλινο, το μπαούλο των μυστικών της. Των «αχ» και των «βαχ» της κατά πως λέει. Χρόνια… μήνες… μέρες… στιγμές στις κόρες και τους γιους που γέννησε!

36 χρώματα μοναχά η δική μας θάλασσα μετρά.

Γαλανό για τον έρωτα.

Μπλε σκούρο για τον ξενιτεμό.

Τουρκουάζ για το ταξίδι που σε βγάζει σε μια κλωστή άσπρη, σε μια βελονιά περίτεχνη που κεντά την Σύρο!

Την αρχόντισσα Σύρο με τον Άη Νικόλα τον πλούσιο στην Ερμούπολη και τον Άη Νικόλα τον φτωχό στη Άνω Σύρο.

Μέσα από την άχλη του πρωινού, σκιές που ζουν τις νύχτες λένε τα μυστικά τα αψιθύριστα.

Για το Κοκκινόσπιτο που βάφτηκε άλικο από το αίμα των Ρειζήδων.

Φάντασμα γίνανε οι μορφές τους, φάντασμα σαν την Ιστορία που ντύνεται χρώματα Ελληνικά και μαζί με γοργόνες ψάχνει να βρει τον Αλέξανδρο τον ξανθό θνητό Θεό!

Εκεί πρωτοαντίκρισαν γοργόνα οι κουρσάροι.

Εκεί πρωτοζηλέψανε οι Θεοί που δεν θα ζήσουν και δεν θα πεθάνουν σαν άνθρωποι.

Ζήλεια Θεών με πάθη είναι οι λυγμοί και τα έπιπλα που τρίζουν στο Συριώτικο αρχοντικό, που ο θάνατος και ο έρωτας γίνονται ένα κατά πως τους αρμόζει!

Στην Σύρο ζει ο έρωτας.

Μυρίζει λουκούμι τριαντάφυλλο. Είναι ρόδινος σαν το στήθος της Μαρίνας της Μεγάλης Χίμαιρας, είναι σκαλί που ανεβαίνεις στο Συριανό Κολωνάκι και πας στον Θεό!

-Και ο Θεός τι θέλει από εμάς γιαγιά;

Δεν μιλά η Αλεμίνα… Σηκώνεται αργά και βγάζει από το ντουλάπι της ένα κουτί λουκούμια. Κόκκινα, λευκά, αχνισμένα γλύκα.

Κερνά τις εγγονές της να γιομίσει γλύκα το στόμα, να γλυκάνει και εκείνης η σκονισμένη – όχι από την ζάχαρη άχνη – καρδιά, και να αλλάξει κλωστή!

Κλωστή σαν της Αριάδνης με τον Μινώταυρο.

Κλωστή που γίνεται πυξίδα, φάρος, αρχή και τέλος!

Σωτηρία…

-Κλωστή που πάει στην Νάξο. Γιατί αυτό θέλει ο Θεός οι κόρες μου σαν ρωτάτε. Να θυμάσαι τους Θεούς του χτες γιατί είσαι μέρος της αλήθειας τους, κομμάτι από το ψέμα τους!

Μπορεί και να ήτανε άνθρωποι οι Θεοί.

Μπορεί και ο Διόνυσος, αλήθεια, να αγάπησε την Αριάδνη εκεί στην Νάξο.

Στην Νάξο που γεννήθηκε ένας αστερισμός.

Σαν η Αριάδνη αποκαμωμένη αποκοιμήθηκε από τη φουρτούνα που την έσπρωξε απαλά και βίαια συνάμα στο νησί, το τόσο διαφορετικό από την Κρήτη, που να ξέρε ότι τα κλειστά της βλεφαροκούρτινα θα ερωτευόταν Θεός!

Και τι Θεός!

Ο Διόνυσος!

Που την ξύπνησε με γλύκα κρασιού, με βιάση μούστου που βράζει , με ωριμότητα ξύλου που φυλά τον ιερό βρασμό να γίνει ζάλη θεϊκή σε κορμιά που αναστενάζουν!

Χρυσό κύπελλο την φίλεψε και χρυσό στεφάνι με Ινδικά πετράδια στο σχήμα εννέα αστεριών της φόρεσε!

Δώρο της Αφροδίτης και των Ωρών που δεν μετρούν αιώνες, μα στιγμές!

Δώρο για τον γάμο τους…

Δώρο τόσο λαμπερό, όμοιο του έρωτα που οι θεοί το έβαλαν στον ουρανό να λάμπει πάνω από την Νάξο και το ονομάτισαν ο αστερισμός της Αριάδνης!

-Αλήθεια, γιαγιά Αλεμίνα;

Ένα αστέρι δώρο του έρωτα;

Ένα αστέρι που δεν θα πέσει ποτέ, να κάνουμε ευχή;

-Μην κάνεις ευχή, κόρη μου, σε πεφταστέρια… Όχι σε αστέρια που πέθαναν… Στην ζωή που βυθίζεται σαν φλόγα στο νερό και δεν σβήνει να κάνεις ευχές γι’ αυτόν που αγαπάς!

Στο ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης!

Αλλάζει κλωστή και περνά κόκκινο χρώμα στην βελόνα της η κυρά Αλεμίνα!

Χαϊδεύει το κέντημα που καράβι γίνεται η κεντησιά και την πάει στα Φηρά στην Οία, στο Ημεροβίγλι.

Στις στιγμές ενός έρωτα που χαράζεται για πάντα στην μνήμη, σαν ο χρόνος σταματά!

Ο χρόνος είναι μυστικό που λίγοι αξιώνονται να μάθουν και να ερμηνεύσουν!

Ο χρόνος σταματά μοναχά σαν ο ήλιος βυθίζεται, σαν ο ήλιος βουτά σε θάλασσα – ψυχή γυναίκας!

Είναι η μη καταγεγραμμένη στιγμή σου τούτη που ερωτεύεσαι, που αγαλλιάζεις, αναπολείς, πονάς, αναζητάς!

Είναι η στιγμή που μοναχά ο ήλιος μπορεί να βουτήξει σε βυθό που κρύβει Αρχαία Ατλαντίδα.

Ξελόγιασμα. Ξεγέλασμα είναι η καλντέρα η Σαντορινιά να ζουν ανενόχλητοι οι κάτοικοι της χαμένης γης σε θάλασσα μέσα καλά κρυμμένοι.

Να περιμένουν τον ήλιο να βουτήξει στο κρυφτό τους, να τους φωτίσει όσο εμείς παίζουμε κρυφτό με τα θέλω μας την νύχτα!

Σαν το κρυφτό που παίζει η Πάρος και η Αντίπαρος αιώνες τώρα…

Κρυφτό που δεν κλείνεις και τα δυο μάτια μέχρι να ακούσεις «φτου ξελευθερία», μα μονάχα το ένα, σαν Κύκλωπας!

Πώς και πού να κρυφτεί ένας γίγαντας σε ένα κόσμο από μινιατούρες;

Καημός να μην βρίσκεις δέντρο να σου χαρίσει μια σκιά, σπίτι να σε καλωσορίσει, αγκαλιά να σε χωρέσει, κούπα να σε ξεδιψάσει.

Μοναχά σε σπηλιά να ζεις. Στάλα-στάλα να χτίζεις σταλακτίτες. Να αναρωτιέσαι πώς να ‘ναι να βλέπεις τον κόσμο δυο φορές και όχι μια, και να θυμώνεις σαν συναντάς τον πολυμήχανο Οδυσσέα, που ζευγάρι μάτια μαύρα πιστά Πηνελόπης τον περιμένουν, τον υφαίνουν σε αργαλειό, τον κάνουν έπος και τραγούδι λυρικό!

Και εσύ ζηλεύεις που δεν είσαι τόσος δα να παίζεις το κρυφτό σου, όχι ανάμεσα σε δυο νησιά, μα σε αγκαλιά γυναίκας!

Τον κυνηγάς… του πετάς πέτρα που πέφτει μεσοπέλαγα να τον σκοτώσει. Να σκοτώσει τον καημό σου που γεννήθηκες γίγαντας σε κόσμο νάνων!

Πέτρα που πάντα θα μαρτυρά τα πετρογεννήματα που είμαστε όλοι, απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας!

Πέτρα σαν τις Μικρές Κυκλάδες που λένε ότι ήταν οι πετριές που δεν πιασαν ψυχή ανθρώπου, να γεννήσουν άντρα και γυναίκα, μα γίνανε τόπος ιερός που ο άνεμος δεν σταματά, που εκεί κρύφτηκε ο έρωτας και η ψυχή. Χτύπος καρδιάς να γίνουν!

Πέτρα σαν το λευκό βότσαλο την Μύκονο, που εκεί έθαψε ο Ηρακλής τον γίγαντα που σκότωσε στην Γιγαντομαχία, που εκεί θα λαχταρούσε να ταφεί και ο Κύκλωπας αν είχε λαβωθεί από αγάπη.

Στον πετρώδη τόπο που οι άνεμοι έσκαψαν και έκαναν μνήμα για τον Μύκονο, γιο του βασιλιά της Δήλου που ήταν γιος Θεού, του Απόλλωνα!

Έκανε μουσική τον άνεμο ο ξανθός Θεός. Έκανε δύναμη τον άνεμο με την σειρά του ο άνθρωπος και έφτιαξε ανεμόμυλους, έκανε ξέφρενη διασκέδαση τον άνεμο της αλλαγής που έφερε ο τουρισμός στο νησί. Στο νησί που τα βράδια ψιθυρίζει στην Δήλο μυστικά του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Μυστικά για τους βουρβούλακες που ζουν στους ψιθύρους αυτούς του χτες!

Πειρατές σαν τον Κασίλυβα που τριγυρνά στην Σαπιονέρα!

-Υπάρχουν βρικόλακες γιαγιά?

-Στο σήμερα, πολλοί… Πίνουν το αίμα λαών που ξεχνούν θελημένα την καταγωγή τους. Που δεν ξέρουν ότι η μνήμη ζει στην ψυχή!

Συγκατοικεί με το φθαρτό κορμί και την καρδιά.

Ακούστε την καρδιά σας, κορίτσια μου. Μάθετε να την ακούτε.

Οι καρδιές των Ελλήνων χτυπούν ίδια. Κάθε λαού οι καρδιές ίδια χτυπούν!

Σαν αδελφών.

Σαν τον Άνδρο και τον Μύκονο, αδέλφια που αγάπησαν την ίδια γυναίκα!

Από τον καημό τους φύτεψε ο πρωτότοκος ένα σωρό βελανιδιές στην Άνδρο, για αυτό είναι το πιο πράσινο νησί των Κυκλάδων. Να ζει ο έρωτας στα αιώνια δέντρα.

Ναι! Στους κορμούς των δέντρων ζουν οι έρωτες οι ανεκπλήρωτοι, οι πιο δυνατοί, οι πιο μόνοι, οι πιο ξένοι ξενιτεμένοι έρωτες…

Αχ, μετανάστες του έρωτα οι βελανιδιές στην Άνδρο!

Αναστενάζει και περνά πράσινη κλωστή η κυρά Αλεμίνα να συνεχίσει να κεντά, κι ας δακρύζει. Κι ας θολώνουν τα μάτια της, που και αυτή κάποτε αγάπησε και έκαμε τον έρωτα τάμα σε καντήλι, προσευχή σε εικόνα, λιβάνι σε θύμιασμα πριν πέσει νύχτα στη κάρδια!

Σαν την Τήνο. Το νησί της Παναγιάς που εκεί είχε τάξει η μαυροφορεμένη Συμιακιά σαν ήταν μια αγάπη σε μια άλλη μαυροφορεμένη που ήξερε να αγαπά!

Την Κυρά Παναγιά Αρχόντισσα!

Η Τήνος που δεν φωνάζει καλέσματα σαν την Μύκονο, που δεν επιδεικνύει αρχαία γοητεία σαν την Δήλο, μα προστάζει να ανακαλυφθεί σαν θαύμα αφανέρωτο!

Γράμμα που έστειλε ο Θεός στον άνθρωπο το νησί τούτο, για αυτό και έχει πάντα σύννεφα- γραμματόσημα, να αναμετριέται με τους άνεμους των προσευχών όσων πιστεύουν και στέλνουν με φάκελο λευκό στον ουρανό!

Κουρέλια σκοτάδια, βασανισμένης ψυχής που ντύνεται φως μπροστά από εικόνα με τάματα μαλαματένια!

Η Τήνος που στον Τσικνιά, στο πιο ψηλό βουνό της θρήνησε ο Βοριάς τους γιους του που σκότωσε ο Ηρακλής.

Η οργή του Έλληνα πάντα άνεμος γινότανε, και έτσι και ο Βοριάς άφησε τα δάκρυα του να γίνουν Μελτέμια Σιρόκος και Πουνέντης, να μανιάζουν μέχρι σήμερα, να φυσούν στα μέσα μας. Να απαιτούν δικαιοσύνη και λύτρωση!

Ταγμένοι να μην επαιτούν ποτέ οι Έλληνες άνεμοι!

Άνεμοι… περιστέρια… περιστεριώνες λευκοί.

Θυμός και αγνότητα, χέρι με χέρι πάντα!

Ματώνει το χέρι της Αλεμίνας σαν τρυπιέται με την βελόνα, σαν βουλιάζει η ψυχή της στην ομίχλη. Σαν τον Τσικνιά που πάντα κρύβεται σε ομίχλη, να μην δει κανείς ότι ίδια πονούν οι ψυχές αντρών και γυναικών.

Ψυχές… άνεμοι…

-Γιατί κλαις γιαγιά ;

-Έπιασε να φυσά κόρες μου!

-Τι λες γιαγιά; Δεν φυσά διόλου!

-Μέσα μου λυσσομανά αέρας. Νιώθω τον πόνο του Βοριά. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε οι άνθρωποι τον θάνατο, ούτε και αυτός εμάς!

Ποτέ δεν θα εξηγήσουμε τι είναι να ζεις σαν να πεθαίνεις και να πεθαίνεις χωρίς να έχεις ζήσει!

Μοναχά στη Μήλο οι άνθρωποι ξέρουν να εξηγούν τον θάνατο, να τον φιλεύουν!

Αν εμείς έχουμε αργία και σκόλη, Εθνικές επετείους, Χριστούγεννα και Πάσχα, αυτοί έχουν για τοπική αργία τους την «Τρίτη των Σκολώ». Μέρα που όλοι μαζί, ιερείς και άνθρωποι με πάθη και λάθη, ψάλλουν μαζί για τις ψυχές των νεκρών τους με τις καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα και όχι πένθιμα. Γιατί ο θάνατος είναι γιορτή για όσους ξέρουν να ζουν!

Οι κουνιστάδες φτιάχναν την κούνια με δοκάρια που στήναν στην πλατεία των χωριών. Οι κοπελιές την στόλιζαν λουλούδια και εκεί αντάμωναν οι νέοι με αφορμή την αναγέννηση της φύσης να ανταμώσουν και οι ματιές. Βλέμματα όλο υποσχέσεις… Να παίζουν το μοναδικό παιχνίδι που δέχεται η ζωή να παίζει με τον θάνατο… Τον Έρωτα!

-Ερωτεύτηκες, γιαγιά Αλεμίνα;

Κοιτά το ξύλινο μπαούλο πάλι απέναντι της, και αναστενάζει δυόσμο και μελί.

-Μπορεί… Μπορεί και να έδωσα όρκο πίστης στη Σίφνο, με τις πολλές ασπροεκκλησιές. Μπορεί η Παναγιά της Χρυσοπηγής να ‘ναι νύφη που περνά βέρες το λευκό, μα το γαλάζιο του Αιγαίου να γεννιέται κύμα!

Μπορεί εκεί οι άνθρωποι να μιλούν ακόμη με καπνό, με φωτιά!

Οι Σίφνιοι ξέρουν πως ο τόπος τους είναι μνημείο που το παρελθόν ανταμώνει το παρόν σε μια στιγμή, σε ένα λογοδόσιμο του χθες με το σήμερα!

76 πύργοι-φρυκτωρίες υπάρχουν στον τόπο τούτο των πανηγυράδων του χρόνου , που ο ένας διαδέχεται τον άλλον και ζωντανεύουν κάθε Κυριακή του Αγίου Πνεύματος. Αρχαία Ελληνικά δίκτυα επικοινωνίας. Αχ, κόρη μου, άσε κάτω το κινητό. Οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Με φωτιά είναι γραφτό να μιλούν, φωτιά να γίνονται. Καπνός να ‘ναι οι λέξεις, και χαρτί ο ουρανός, μελάνι η φλόγα!

-Και πώς θα μιλάμε γιαγιά; Πώς θα ταξιδεύουμε τον νου χωρίς ίντερνετ;

-Όπως εγώ, με τις κλωστές μου! Με τα χρώματα μου, με τις μνήμες μου που τις φυλά λιοντάρι σαν αυτό της Κέας ή Τζιας!

-Λιοντάρι; Έχει και λιοντάρι ο μύθος που κεντάς, γιαγιά μου;

-Ναι.. Η Κέα είναι του Λιόντα το νησί που 600 χρόνια πριν το Χριστό, εδίωξε τις νύμφες που κυνηγούσαν τις θνητές, και θελαν να γενούν γυναίκες σαν εκείνες!

Ζήλευαν το ότι είχαν σπιτικό ζεστό από το τζάκι τους, ζέστα από αντρίκιο κορμί δίπλα στο δικό τους, ζέστη από χάδι!

Αίμα που κυλά δεν βαλτώνει και οι νύμφες βάλτωσαν τα όνειρα τους σε λίμνες και ποτάμια. Μέχρι που ο Λιόντας τις κυνήγησε και οι άνθρωποι του τόπου, για ευχαριστώ, τον σκάλισαν σε βράχο να μελαγχολεί στα χρόνια τα επόμενα για το νησί που έμελλε να ποτίσει φαρμάκι τον Σωκράτη!

Ναι… Τζιώτικο ήταν το κώνειο που ήπιε, γιατί εκεί βγήκε ο νόμος που λέγε ότι σαν πιάσεις τα 60, να πιεις φαρμάκι πρέπει, να μισέψεις πριν την γραμμένη σου την ώρα. για να μην είσαι βάρος πια στην κοινωνία και στην οικογένεια σου.

Και έτσι έστηναν γιορτή του θανάτου, και άπλωναν φαγιά πλούσια σε τραπέζια πάνω που στον εαυτό τους μοναχά θάνατο θα κερνούσαν.

Ναι, εκεί ανάμεσα στα γέλια και τα κρασοπιοτά έπιναν το κώνειο, να πάνε βαρκάδα στην απέναντι μεριά με νομίσματα στα μάτια!

Με νόμισμα αντίτιμο όμως στην Ιο δεν κάνουν βόλτα σε νερό τον θάνατο, μα την αγάπη!

Λευκά πριν τα μαύρα πάντα, φιλί πριν το δηλητήριο…

Στην Ίο κόρες μου με το αρμυπιττάρι μαθαίνουν οι λεύτερες ποιον θα παντρευτούνε!

Έρωτας… θάνατος… Ανάμεσα τους ο «ανέγκαρδος» του αργαλειού και οι «φωτάρες» του Άη Γιάννη που η πρωτογόνατη θα αντλήσει τα μυστικά από το ανείπωτο νερό, χρησμούς να βγάλει!

Αυτά είναι εγγόνες μου μυστικά που ψιθυρίζει μια μάνα στις θυγατέρες της. Μυστικά που κλείδωναν την καρδιά και πετούσαν το κλειδί σε άπατο πηγάδι!

Μυστικά που κάμανε φυλακτό γαλάζιο στην Αμοργό με την απόκοσμη ομορφιά.

Ο Γκάτσος την τραγούδησε λέγοντας «με την πατρίδα τους δεμένη στο πανί και τα κουπιά κρεμασμένα, οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήρεμοι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαράδων τα σεντούκια»!

Κυβόσχημα τα σπίτια και οι στίχοι στην Αμοργό. Ξερολιθιές και λιθόχτιστοι μύλοι που κάνουν την καρδιά να γίνεται προζύμι για ψωμί μυρωδάτο αγάπης!

Μια αγάπη που ανάβει το βράδυ το καντήλι της Χοζοβιότισσας.

Μια βάρκα μονάχη, λέει ο θρύλος, έφερε στο νησί μια εικόνα. Θαύμα είπαν οι ντόπιοι και είπαν να χτίσουν μια εκκλησιά. Μα κι αν το πρωί την έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν, όπως από πάντα όσα χτίζει ο άνθρωπος !

Στο πάντα και στο τίποτα εξόριστος από Παράδεισο να αιωρείται!

Απελπισμένος ο παπάς έπεσε με το μαύρο του ράσο στο μαύρο της νύχτας να προσευχηθεί και μόλις ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, το βλέμμα του καρφώθηκε σ ένα απόκρημνο βράχο που κρεμόταν από ένα καρφί το δισάκι ενός εργάτη.

Με αυτό το καρφί και με αυτό το δισάκι στον ώμο της ελπίδας , ξεκίνησαν.

Ένα καρφί που απέμεινε στην θέση του για 900 χρονιά!

Βιαστικά περνά δυο βελονιές στον πάνινο καμβά η Αλεμίνα και στενάζει βαριά.

-Με τέτοιο καρφί να κρεμάτε κορνίζα στο ύψος της καρδιάς ότι αγαπάτε, να το βλέπει η ψυχή σαν περνά από εκεί να αγαλλιάζει!

Να μην προδώσετε ποτέ σας το κάστρο της ψυχής. κατά πως προδώσαν την Κύθνο και έπεσε το κάστρο της.

Το κάστρο της Ωριάς που λέει ο Θρύλος πως ποτέ δεν θα το είχανε αλώσει, αν κάποιος άλλος Εφιάλτης σαν αυτούς που αιώνες τώρα σκοτώνουν τα όνειρα ,δεν είχε ξελογιάσει την πανέμορφη Ωριά να ανοίξει τις πύλες!

«όσα κάστρα και αν είδα και περπάτησα σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα»!

Το κάστρο το μέσα σου το μαλαματένιο με τα αργυρά κλειδιά μην στο αλωσουνε ποτέ εγγόνα μου… Ποτέ!

Ακούς;

Θυμώνει η Αλεμίνα και αλλάζει φουριόζικα κλωστή. Γκρίζα, θυμωμένη κλωστή με ανεβατή βελονιά να κεντήσει τον πόνο, να πάει στην Σέριφο. Να πάει και το κέντημα πιο κάτω, να ξεχάσει πως και την δική της την ψυχή την αλώσανε μάτια μαύρα, θωριά αντρίκια!

Μάτια που σε πετρώνουν αν δεν σε αγάπησαν, που σου στεγνώνουν την ψυχή σαν τον Περσέα που συνάντησε την Μέδουσα στην Σέριφο.

Στο ξερονήσι που ζούσε η γοργόνα η Μέδουσα, που ξέραινε όχι μονάχα τον τόπο, μα και τα τοπία που ο καθείς φυλά μέσα του.

Ο φόβος ήταν που απολίθωνε. Ο φόβος πάντα πετρώνει… παγώνει!

Το βλέμμα το άδειο από ζωή, το παρατημένο…

Δώσε μου έναν Περσέα με ένα σπαθί να κόψει τα πλοκάμια του φόβου μου, να μην έχω κάτι να φοβάμαι πια και να φοβίζω!

Φοβάμαι να ναι οι άνθρωποι μισοί και να μισούν. Να μισεύουν από την ελπίδα!

Να χωρίζουν έτσι όπως χωρίστηκε και η Μήλος από την Κίμωλο, που κάποτε ήταν ένα νησί.

Ένα νησί με το άσπρο χρώμα της «κιμωλίας γης» είναι απλωμένο παντού και αναζητά μαυροπίνακα να γράψει την αλήθεια του!

Η Αρτζεντιέρα όπως την έλεγαν οι Βενετοί για το ασημόχρωμο του πετρώματος της!

-Βαλε ασημί κλωστή, γιαγιά, σαν τα μαλλιά σου που ασημώσανε σαν το φεγγάρι που ζητιανεύει τάσι αργυρό απόψε στον ουρανό των Μύθων μας!

Το φεγγάρι των νησιών μας που πλατεία θα γίνει να χορέψει σούστα ένα αγόρι και ένα κορίτσι.

Ανέγγιχτοι από το ψέμα σαν το ανέγγιχτο νησί, την Φολέγανδρο!

Οι νεράιδες εκεί στήνουν χορό τα βράδια, να κλέβουν μωρά και παιδιά που τα ξελόγιαζε η χάρη και η ομορφιά τους!

Έπαιρναν από αυτά την ζωή, έκλεβαν τα χρόνια που θα ερχόντουσαν.

Άτιμο πράγμα να κλέβεις το αύριο στο τώρα!

Μωρά που λίγο αργότερα θα στοίχειωναν την Χρυσοσπηλιά σαν τους Φολεγανδρινούς που πέθαναν από ασφυξία και αυτοί, μετά από πειρατική επιδρομή!

Πειρατίνες και οι νεράιδες κούρσευαν το οξυγόνο, την ανάσα, το «αχ» πριν γίνει «βαχ»…

Αχ, το «αχ» στην αρχή των τραγουδιών…

Αχ, αυτές οι Ανεραιδες, με το «Α» το στερητικό μπρος στο όνομα τους, που οδηγούν το κέντημα να μας πάει στην Σίκινο.

Πτυχές υφάσματος που ζουν πλάσματα από παραμύθια, μια κρυφή Ελλάδα κρυμμένη από τα φώτα της μεγαλούπολης με φυσικά άβατα μονοπάτια που οδηγούν στο πουθενά που όλοι κρύβουμε μέσα μας!

Οι Ανεραιδες στην Σίκινο δεν ήθελαν να θρέψουν νιάτα με μωρά μα να τρυγήσουν ερώτα από τραγουδιστάδες και βιολιτζήδες. Παλληκάρια, απλοί ψαράδες που έπεφταν στα δίχτυα όμορφης γυναικάς ανεμίσιας!

Νιοι που κοιμόντουσαν με τα αερογεννήματα και μετά το πρωί ξυπνούσαν τρελοί, μιας και δεν θα μπορούσαν πια να αγαπήσουν άλλη γυναίκα!

«Είχαν φιλήσει την όμορφη ξωθιά»!

Πλάνη ο έρωτας!

Κλέφτης στο φιλί που οδηγεί το μυαλό στην πιο λογική παράνοια!

Πώς να φυλαχτείς;

Που να πας;

Τι να κρύψεις;

Τι να αρνηθείς, και τι να απαρνηθείς σε ένα πανηγύρι που εσύ θα είσαι η πολύχρωμη κορδέλα του πλανόδιου γυρολόγου!

Εσύ και ένα τραγούδι!

Το τραγούδι της Ανάφης.

Το μοναδικό νησί που «αναφάνηκε» από την θάλασσα; Με ένα τραγούδι!

Τραγούδι του Απόλλωνα που έπαιζε με την λύρα του και σωτήρια αίγλη, δέσμη φωτός μέσα στην καταιγίδα γέννησε ένα τόπο να βρουν καταφύγιο οι Αργοναύτες!

Τι όμορφα τα νησιά τα μουσικογέννητα.

Τι όμορφες οι νότες που σώζουν.

Τι όμορφο να σε ταΐζουν ψωμί και μέλι Αργοναύτες που αναζητούν το χρυσόμαλλο δέρας της αφοσίωσης σου!

Μέλι να φας στο Αγαθονήσι!

Το γιομάτο πεύκα και θυμάρι. Μέλι που πότιζαν ως και τα υφάσματα μαζί με την πορφύρα, να γητέψουν τα κορμιά που θα έντυναν πάθος!

Το νησί με τις υπόγειες στοές. Μια χωρά κάτω από την χώρα. Μυστικά ανείπωτα που μόνο σκιές ψιθυρίζουν σε γκρεμισμένους τοίχους κτισμένους με κοχύλια!

Σαν αυτά που μαζεύατε κόρες μου μικρές, από την Χάλκη!

Σας έλεγα βασίλισσες, μα δεν σας φανέρωνα πως εκεί έζησε μια βασιλοπούλα, η Αρετάνασσα, που τη εξόρισαν στην Κάρπαθο σαν έφυγε ο βασιλιάς της.

Πάντα εξόριστες οι γυναίκες βασίλισσες σαν χάσουν τον βασιλιά τους σε μια παρτίδα σκάκι.

Ρουά στο ματ…

Και η Αρετάνασσα αυτοκτόνησε σαν απέμεινε μονάχη.

Τι νόημα έχει να μαζεύεις κοχύλια στην θάλασσα μονάχος, αν δεν έχεις κάποιον να ακούσει το τραγούδι τους της θάλασσας μαζί σου;

Η μοναξιά πονά.

Μωβ κλωστή του πένθους και το κέντημα προχωρά, σε λίγο θα στολίζει πια τον σοφά της Αλεμίνας.

Τον σοφά που χρόνια τώρα ξαπλώνει τα όνειρα της να ζεσταίνονται στα στρωσίδια, να νιώθουν ασφάλεια και μένουν σιμά της, να μην φεύγουν.

Γιατί είναι πικραμένα τα εξόριστα, τα ξενιτεμένα, τα διωγμένα όνειρα!

Σαν τα όνειρα που έκανε η Ανεζούλα από την Μεγίστη, όταν την κλέψανε το 1440 οι άντρες του Τζελάλ ελ Ντιν, και την πήραν στην Ανατολή να δακρύζουν τα μαύρα της μάτια, που δεν θα ξαναντάμωναν με το γαλανό του Αιγαίου και του Στεφανή της!

Ήταν το κλάμα της τέτοιο, που έκανε δρόμο να ακολουθούν οι γλάροι στην θάλασσα την ποτισμένη αλμύρα ανθρώπων και Θέων!

-Ίδια κλαίνε, γιαγιά, οι Θεοί και οι άνθρωποι;

-Ναι, μάτια μου, αδάκρυστα από πόνο αστροπελέκια είναι τα δάκρυα από καταιγίδα ψυχής που φυτεύονται στην γη, σαν τα αστροπελέκια που συναντά κανείς στο Καστελόριζο.

Να τα θυμάστε όσα σας λέω, εγγόνες μου, αυτά είναι η παράδοση μας.

Το μελωδικό νανούρισμα της μάνας σας, οι χοροί μας, τα έθιμα μας, τα τραγούδια μας τα δίστιχα, τα κεντίδια σαν τούτο που φτιάχνω προίκα στο αύριο σας!

Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας αλώβητους αυτούς τους θησαυρούς και παραδώστε τους στις επόμενες γενιές.

Έτσι θα ακούμε τους παλμούς τους τόπου μας ολοζώντανα. Έτσι μοναχά, σαν τον «πλαίμαλο» της Τήλου.

Να δες την βελονιά την Τηλιακιά, την κάμανε στο κέντημα της πουκαμίσας τους.

Αυτήν την πουκαμίσα που θα φορούσαν στο πανηγύρι του Άη Παντελεήμονα για το «νιάμερο» και τραγουδούσαν. «Αη Παντελεήμονα μου γιατρέ καθηγητά μου , πολλές καρδίες γιάτρεψες, γιάνε και την δικιά μου»!

Τρέχει ένα δάκρυ της Αλεμινας στο κεντίδι πάνω στο καφέ που όριζε τον βράχο της Τήλου, πάνω στον πλαίμαλο και ποτίζει το ύφασμα άρωμα διάφανο από δάκρυ γυναίκας με καρδιά πονεμένη. Λαβωμένη από ερώτα, κτισμένη από μυστρί αγάπης!

Τάμα έκανε σε όλη της την ζωή η μαυροφορεμένη σκυφτή κυρά που γέρασε με νια καρδιά την αγάπη!

Τάμα στην Παναγιά του Χάρου στους Λειψούς.

Εκεί που από την μέρα που ξημερώνει, Ευαγγελισμός ο κόσμος παίρνει κρίνα ανθισμένα από τους αγρούς στη εικόνα την θαυματουργή.

Έξι μήνες μετά μέτρα, και στα εννιάμερα από την κοίμηση της Παναγίας, κι ενώ τα κρινάκια έχουν μαραθεί σαν τις απότιστες καρδίες από ελπίδα, τη παραμονή της γιορτής όλα ανθίζουν πάνω στο κατάξερο κοτσάνι τους.

Όλα γίνονται ζωή στην Παναγιά του Χάρου! του θανάτου…

Θάνατος… ζωή…

Ανάμεσα τους ένα όνειρο που βλέπουμε ξυπνητοί.

Ένας αναστεναγμός που βγάζει λάβα το όνειρο τούτο το ακοίμητο.

Σαν τον αναστεναγμό του Πολυβώτη που ο Ποσειδώνας φυλάκισε στο ηφαίστειο της Νισύρου!

Κάθε του κίνηση να ξεπιαστεί, κάθε του «αχ» να αναστενάζει την μοναξιά του και ένας σεισμός!

Τι είναι οι σεισμοί, μάτια μου;

Χτυποκάρδια. Να σείεται το μέσα σου, να πάλλεται η γη που ζει μετανάστης ο έρωτας σε ξένο τόπο!

Αχ, καπετάνιε έρωτα, που ψάχνεις ένα ταξιδιάρικο λιμάνι σαν αυτό της Κάσου με τα ασβεστωμένα σπίτια.

Εκεί που ανάμεσα στο Ανατολικό Αιγαίο και το Λιβυκό πέλαγος, οι άνθρωποι σε κάνουν φίλο με μια αυτοσχέδια μαντινάδα, με ένα να «σ’ έβρω» καθώς τσουγκρίζουν το ποτήρι σου!

Τρέχει η μελωδία της λύρας μαζί με την σούμα στο αίμα σου και μετά τρέχει η ψυχή στα νερά της προσευχής, στην Παναγιά την Ποταμίτισσα μες στην σπηλιά με τα 1000 μυστικά από προσευχές κοριτσιών που αγάπησαν ναυτικό!

Την Παναγιά που η εικόνα της η γλυκοφιλημένη ταξίδευε τα βράδια και επέστρεφε τα πρωινά, πάντα αρμυρισμένη, πονεμένη, χιλιόβαρη από τα «αχ» και «βαχ» του ξενιτεμού!

Κολυμπούσε, πετούσε… Κανείς δεν ξέρει.

Σαν την Αστυπάλαια, την πεταλούδα που βρέχει τα φτερά της στην θάλασσα.

Πανέμορφη πολύχρωμη ερωτική ερωμένη του Ποσειδώνα ήτανε και αδελφή της Ευρώπης.

Ντυμένη στα κόκκινα όπως όλες οι ερωμένες ανά τους αιώνες. Λεγόταν και Πύρρα, μιας και είχε κόκκινο χρώμα το χώμα της!

Δηλητήριο έσταξε στα σωθικά της σαν την απαρνήθηκε ο Θεός της θάλασσας και έγινε τόπος να ζουν οι Κάρες, μα φαρμάκι ποτέ να μην τους βρει μιας και στην Αστυπαλιά φίδια ποτέ δεν έζησαν.

Μονάχα πεταλούδες και φασιανοί και γλαροπούλια, ό,τι λεύτερα γεννήθηκε να πετά σαν το πάθος. Εκεί που τίποτα δεν σέρνεται σαν τη ντροπή, σαν το λάθος!

-Λάθη έκανα και εγώ πολλά, κόρες μου. Το όνομα μου, λάθος είναι, όμορφο λάθος αερικών σαν τις Αλεμίνες και Αυγουστίνες που ήταν νεράιδες της Σύμης μου!

Της πατρίδας μου!

Νεραΐδες κακιές που ζήλευαν τις γυναίκες που κοίμιζαν άντρες στο στήθος-μαξιλάρι της νιότης τους.

Ανεραιδες που λαχταρούσαν να ζευγαρώσουν με αρσενικά που χόρευαν συρτό στα πανηγύρια, που μύριζαν ταμπάκο και κρασί και είχαν αλμύρα στα χείλη από φιλί!

Ανεραιδες που έβγαιναν τα βράδια και έκλεβαν τις πουκαμίσες των Σαμιακών να τους μαγέψουν να τους παιδέψουν να τους κάνουν να ξεχάσουν τις κόρες τις μαυρομάλλες που αγάπησαν , και να ποθήσουν τις ξωθιές τις νεραϊδογέννητες τις ονειρικές τις αέρινες!

-Και τι έκαναν οι γυναίκες, γιαγιά;

-Έταζαν χρυσό και λιβάνι σε Παναγιά – γυναίκα, να φεύγουν τα μάγια και τα φίλτρα του ερώτα.

Πάντα το κακό πολεμούσε με το καλό.

Σαν τον Κύνοπα τον μάγο που ζούσε στη Πάτμο.
Τον Κύνοπα με το πρόσωπο σκύλου που έξαλλος έγινε σαν έμαθε για τον εξόριστο Άη Ιωάννη που ζούσε στο σπήλαιο τέσσερα μέτρα κάτω από τη γη.

Τον προκάλεσε σε μονομαχία και απαίτησε μια ζωντανή απόδειξη ότι ο Θεός υπάρχει.

Ζητούσε την Ανάσταση ενός Πάτμιου κατά πως αναστήθηκε και ο Χριστός, μα ο Αη Ιωάννης θύμωσε. Η απιστία πάντα θυμώνει και με πίστη αληθινή τον έκανε πέτρα!

Αχ, η Πέτρα στην Πάτμο!

Σαν τον βράχο της Καλικατσούς που εκεί έκαναν σπονδές στην Σελήνη.

Πέτρα στον ουρανό και η σελήνη, φεγγαρόπετρα με το «φ» μικρό σαν φύσημα σε κερί προσευχής στο καστρομονάστηρο!

Σαν την πέτρα που σε αγριεύει και σε ηρεμεί συνάμα στην Κάρπαθο των φαντασμάτων που η καρδιά τους, η αυλή πάντα αγαπά πάντα θυμάται.

Η μνήμη ζει στη καρδιά και εκεί στον Αϊ Κωνσταντίνο αντάμωσε το παλληκάρι που ήταν χρόνια 10 ξενιτεμένο με τον φίλο του, τον Κωνσταντή.

Χαρές και γέλια και πειράγματα.

Ευτυχία να ξανανταμώνουν φίλοι αδελφικοί.

«Έλα να παλέψουμε σαν τότες που ήμασταν αμούστακα παιδιά. Έλα να θυμηθούμε την δύναμη που χαν τα χέρια μας, φίλε μου, πριν φύγεις να πας στα ξένα»!

Και πάλεψαν.

Εκεί στην άκρη του γκρεμού και της ψυχής τους.

Και μπερδεύτηκαν μαύρα μαλλιά που κάμανε κάποτε καθιστά γλέντια μαζί με λύρες, σε πανηγύρια που λάμπανε τα νιάτα σαν κολαινές σε λαιμό Ερνειας και Μυροφόρας!

Μα στην πάλη πάνω χτύπησε ο Κωνσταντής το κεφάλι του, και απόμεινε στον τόπο.

Φονιάς δίχως φονικό, δυο θανάτους μετρά.

Και έτρεξε ξέπνοα ο ξενιτεμένος στη Όλυμπο στην μάνα την μαυροφορεμένη.

-Σκότωσα, μάνα μου, τον φίλο μου τον Κωνσταντή… Μάνα… μάνα, βοήθα με!

Αγκάλιασε τον φονιά του ξενιτεμού η μάνα και έκλαψε μια από χαρά που ξαναγύρισε κοντά της, και δυο από λύπη, που τρελαμένο της γύρισε το παλληκάρι της από τα ξένα, αφού ο φίλος του ο Κωνσταντής 40 μέρες μετρούσε πεθαμένος… 40 μέρες πέθανε πριν ο νιος πέφτοντας με το άλογο του και σπάζοντας το κεφάλι του σε πέτρα πάνω. Να γίνουν κόκκινες οι μπούκλες οι μελαχρινές που χάδευε ο «ελεμές» της καρδιάς του ένα βράδυ, πριν γίνει ο ίδιος φάντασμα να στοιχειώσει τον τόπο του και εκκλησία να του ανάβουνε κερί οι περαστικοί!

Όντα υπερφυσικά και αυτός και οι νεραΐδες της Λέρου, οι στρίγγλες του Γιαλού που η μαμή για να μην πειράξουν τα ασαράντιστα μωρά τους, πρόσφερε κρεμμυδόφυλλα και κείνες τα μεταμόρφωναν σε φλουριά χρυσά!

Νεραΐδες σαν τις καλές κυράδες, λεπτές , ξανθές και όμορφες που κρύβονταν σε συκιές και καρυδιές. Που το καλοκαίρι πήγαιναν δειλά στα αλώνια που αλώνιζαν οι αγρότες να τους κάνουν να τις αγαπήσουν, να τις παντρευτούν, να ανοίξουν σπίτι και να κάνουν παιδί που αλίμονο στα σαραντίσματα του θα το ξεχνούσαν και θα έφευγαν σαν ανεμοστρόβιλοι.

Μακριά… κοντά… Εκεί από πού ήρθαν!

Στην Κάλυμνο, ίσως να πλυθούν με σφουγγάρι σφουγγαρά, δύτη στον βυθό του πιο βαθύ εγώ σου!

Ένα εγώ που πονά και κλαίει σαν μείνει μοναχό χωρίς «εσύ» για συντροφιά.

Σαν την Γιαλού, που ήταν μια χαρούμενη όμορφη γυναίκα μικροπαντρεμένη και μωρομάνα με ένα πανέμορφο ροδαλό ξανθό μωρό να βυζαίνει αγάπη.

Κάποια μέρα αξημέρωτη όμως, ήρθαν κατακτητές στο νησί και πήραν όλα τα γερά και όμορφα παιδιά, μαζί και το δικό της το απότιστο νανούρισμα.

Ήταν τέτοιος ο πόνος της, που ανέβηκε στον Σπήλιο κοντά στο νεκροταφείο του Αι Μάμα πήρε φόρα και έπεσε.

Από τότε, έγινε η Γιαλού του Σπήλιου, φάντασμα της νύχτας που έβγαινε και έπαιρνε τα όμορφομωρά και τα έτρωγε με το κακό της μάτι.

Μικρά Γιαλογιασμένα, καθώς τα λένε στην Κάλυμνο ακόμη.

-Κοντεύει το κέντημα, γιαγιά, μην σε ματιάσω και εγώ.

-Μισό, να βάλω μπλε κλωστή για το μάτι και πράσινη, για το πράσινο του πλατάνου του Ιπποκράτη στην Κω, που έχει το όνομα βασιλοπούλας και είναι και η ίδια αρχόντισσα!

Κόρη του Τρίοπα του δεύτερου που λεγόταν Κώος, ήταν πανέμορφη σαν το νησί και εκείνη που έγιανε τις ψυχές όσων την έβλεπαν με την θεϊκή ομορφιά της.

Έγιανε σαν τον Ιπποκράτη τον γιατρό, που στο όνομα του ορκίζονται όλοι οι γιατροί του κόσμου. Έγιανε σαν τον ερώτα που έκανε ο Ουρανός και η Γη στο σπηλαίο της Ασπρόπετρας και γέννησαν τους Γίγαντες!

-Σαν παραμύθι τα λες γιαγιά… Όμορφα…

-Τα παραμύθια δεν είναι πάντα όμορφα, κόρες μου.

Έχουν ιππότες , δεσποσύνες και άτια, μα έχουν και δράκους και θεριά.

Σαν τον δράκο που ζούσε στο Mal Paso στην Ρόδο. Τον δράκο που δεν άφηνε κανέναν να πάει στο εκκλησάκι του Αη Στεφάνου να προσκυνήσει, που άρπαζε παιδιά και γέρους και νιους, και ιππότες που κινούσαν φιλόδοξα να τον σκοτώσουν!

Ο Μεγάλος Μάγιστρος Helion de Villeneuve, από φόβο μη τυχόν και χάσει και άλλους άξιους άντρες, απαγόρευσε κάθε επίθεση προς το φολιδιασμένο τρομερό πλάσμα τούτο. Μονάχα ο Dieudonne de Gozon αψήφησε την εντολή, και ζήτησε ένα χρόνο άδεια να λείψει στην πατρίδα του, στο Languedoc, να εξασκήσει εκεί την τεχνική που θα ακολουθούσε να εξολοθρεύσει το θεριό το ανήμερο.

365 μέρες μετά, με τις οδηγίες του πατέρα του για φυλακτό και τα πιστά του σκυλιά, πάλεψε ο de Cozon με τον δράκο, σαν δρακός και ο ίδιος και τρύπησε με το σπαθί του την κοιλιά του τέρατος! Το μονό σημείο που φολίδες δεν είχε!

Μεγάλος Μάγιστρος έγινε και ο ίδιος, στη θέση του παλιού, που ήθελε να τον τιμωρήσει γιατί αψήφησε τις εντολές του, μα ο λαός σαν λατρέψει, οι άρχοντες συγχωρούν… Θέλουν δεν θέλουν!

Το κεφάλι του Δράκου τοποθετήθηκε πάνω από την Θαλασσινή Πύλη, και σαν πέθανε ο γενναίος ιππότης το 1353, γράψανε στον τάφο του «εδώ βρίσκεται ο σφαγέας του Δράκου».

-Αχ, γιαγιά Αλεμίνα δες… Με την κόκκινη κλωστή από το αίμα του δράκου τέλειωσε το παραμύθι σου, τέλειωσε και το κέντημα σου.

-Όμορφο έγινε γιαγιά, στολίδι σωστό!

Το κοιτά και το καμαρώνει η κυρά Αλεμίνα. Ναι, στολίδι σωστό είναι με τα 48 του νησιά κεντημένα πάνω και τα μυστικά τους.

Το ένα το μυστικό το κράτησε για το τέλος όμως, σαν κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη και στο αίμα του δράκου ποτισμένη, πάει να συναντήσει την αλήθεια του μπαούλου.

Σηκώνεται η κυρά αρχόντισσα του Αιγαίου και πάει στο μπαούλο το σφραγιστό. Αυτό που ποτέ δεν άνοιξε. Το χαϊδεύει απαλά.

Ξέρει τι έχει μέσα…

Το μαντήλι της. Το μαντήλι της ανεράιδας Αλεμινας, που χρόνια 90 πριν της έκλεψε ο κύρης της καρδιάς της σαν χόρευε στην βροχή γυμνή πάνω σε ιερό βουνό.

Στην Φιλέρημο που κεραυνός σκότωσε ερωτευμένους, που παγώνια φυλούν τα μυστικά της Πόρτας που βγάζει σε νεραϊδόκοσμο.

Χρόνια τώρα, ξέρει που ‘ναι κρυμμένο το μαντήλι το αραχνοΰφαντο, μα δεν ανοίγει το μπαούλο να το πάρει να λευτερωθεί, ανεράιδα να ξαναγίνει νέα και όμορφη.

Δεν θέλει πια…

Αγαπά τις 48 ρυτίδες της…

Αγαπά τα 48 νησιά του Νότιου Αιγαίου. Τόπο της τα έκανε. Τόπος τους έγινε.

Η κυρά Αλεμίνα δεν θα ανοίξει ποτέ το ξύλινο μπαούλο. Δεν θα κλείσει ποτέ τα μάτια προδομένη από αγάπη. Αιγαίο θέλει να γίνει, γαλάζιο στο γαλάζιο του…

-Κλαις γιαγιά;

-Κλαίω, και να κατέχετε πως ο άντρας που έχει εξουσία στο δάκρυ σας, είναι αυτός που αξίζει να έχει εξουσία στην καρδιά σας, κόρες μου, νεραΐδες μου όμορφες.

Τις αγκαλιάζει, τις φιλά και μετά τελετουργικά θαρρείς πιάνει το κέντημα και αρχίζει αργά-αργά να το ξηλώνει.

-Τι κανείς γιαγιά; Τρελάθηκες; Κόπος σου… Τα χρόνια σου… Το κέντημα σου… Γιατί το ξηλώνεις; Γιατί;

-Γιατί οι μύθοι δεν τελειώνουν ποτέ!

Κείμενο: Αναστασία Κορινθίου